Ποσοστό μόλις 3% των ξένων φοιτητών που επιλέγουν να σπουδάσουν σε μια χώρα διαφορετική από τη δική τους, στρέφονται στην Ελλάδα, καταδεικνύοντας ακόμα μια σημαντική παθογένεια της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2017 υπήρχαν συνολικά 1,7 εκατομμύρια φοιτητές στην ΕΕ που προέρχονταν από χώρες του εξωτερικού (τόσο από χώρες εντός ΕΕ όσο και από τρίτες χώρες), σημειώνοντας μια ουδόλως αξιοκαταφρόνητη αύξηση της τάξης του 22% από το 2013.

Οι ξένοι φοιτητές αντιπροσώπευαν ποσοστό 8,1%του συνολικού αριθμού φοιτητών στην ΕΕ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ξένων φοιτητών εμφανίζονταν στο Λουξεμβούργο (47%), την Κύπρο (23%) και την Αυστρία (17%), ενώ τα χαμηλότερα καταγράφηκαν σε Κροατία, Ισπανία και Ελλάδα με ποσοστό 3%.

Με την περσινή αναθεώρηση του Συντάγματος εξάλλου, αποκλείστηκε το άρθρο 16 γεγονός που σημαίνει ότι για τα επόμενα 10 χρόνια δεν υπάρχει η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα , με το επιχείρημα ότι έτσι θα απαξιώνονταν τα δημόσια ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε μια συγκυρία μάλιστα όπου η φοίτηση και η αποφοίτηση από πανεπιστήμια του εξωτερικού αποτελεί πλέον εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο.

Σε χώρες, όπως η Κύπρος κάτι τέτοιο ουδόλως συνέβη, με τη Μεγαλόνησο να αποτελεί αυτή τη στιγμή βασικό πόλο έλξης για φοιτητές από όλο τον κόσμο, με ό,τι σημαίνει αυτό για την οικονομία αλλά και για το γόητρο της Κύπρου στα εκπαιδευτικά δρώμενα.

Τη δεκαετία 2007-2017 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού των φοιτητών κατά 80%, ενώ η εγχώρια οικονομία ενισχύθηκε από 739-979 εκατ. ευρώ από την ανώτερη εκπαίδευση, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας 9 δημοσίων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα άνοιξαν 9.500 θέσεις εργασίας σε πανεπιστήμια και υποστηρικτικες βιομηχανίες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι η μόνη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, και από τις πολύ λίγες παγκοσμίως, όπου απαγορεύεται ρητώς Συνταγματικά η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων.

Το σκεπτικό της προηγούμενης κυβέρνησης που μπλόκαρε το συγκεκριμένο άρθρο, έγκειται στο επιχείρημα «όχι ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που δεν πρέπει να γίνει προνόμιο των εύπορων οικογενειών» και ότι «το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο ήδη κατακτά σημαντικές θέσεις διεθνώς, οπότε αυτό που απαιτείται είναι η περαιτέρω ενίσχυσή του».

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως από τη μια έχουμε δημόσια πανεπιστήμια που καταρρέουν από την έλλειψη χρηματοδότησης, με πανεπιστημιακούς που δεν ελέγχονται ποτέ για την ποιότητα και την ποσότητα του ερευνητικού τους έργου γεγονός που μετατρέπει τελικά τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε κακής ποιότητας δημόσια σχολεία, χωρίς ερευνητικούς στόχους μαι χωρίς διασύνδεση με την αγορά εργασίας.

Από την άλλη, υπάρχουν αυτή τη στιγμή ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που ουσιαστικά είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς να διαχωρίζεται δηλαδή το διδακτικό από το επιχειρηματικό κομμάτι.

Σε αυτό πανεπιστημιακοί έρχονται με προτάσεις, ώστε να συνδυαστούν τα καλά της δημόσιας εκπαίδευσης με την ιδιωτική, όπως για παράδειγμα, το διδακτικό προσωπικό να προσλαμβάνεται με δημόσιες ανοιχτές διαδικασίες και να κρίνεται από την ερευνητική κοινότητα και όχι από τον εκάστοτε επιχειρηματία. Επίσης, πρέπει δεσμευτικά, σημαντικό κομμάτι των εσόδων να δίνεται για έρευνα και για υποτροφίες ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν χρειάζεται να περιμένει το δημόσιο πανεπιστήμιο να κάνει αυτή τη δουλειά και ότι στοχεύει στην ερευνητική αριστεία.