Είναι εύκολο να παραδοθεί κανείς σε μια βαθιά απαισιόδοξη θεώρηση της ελληνικής οικονομίας, παραβλέποντας ορισμένα θετικά σημεία που η χώρα θα όφειλε να προβάλλει προς τα έξω. Μετά των ολοκλήρωση τριών Μνημονίων, η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει ένα θετικό αφήγημα. Είναι μια οικονομία που βγαίνει από τη Μεγάλη Ύφεση έχοντας κάνει μια τεράστια προσαρμογή, εξαλείψει το διπλό έλλειμμα, υιοθετήσει πολλές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία 8 χρόνια (έστω κι αν πολλές παραμένουν στα χαρτιά). Μια οικονομία «επαναναδυόμενη», δεμένη σε ισχυρό νόμισμα, με το Grexit εκτός ορατού ορίζοντα. Με πολλά υποτιμημένα, περιουσιακά στοιχεία, με υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου δυναμικού. Μια οικονομία στην αρχή της κυκλικής ανάκαμψης, που κραυγάζει για επενδυτικές ευκαιρίες. Αυτή είναι η θετική εικόνα. 

Προφανώς υπάρχουν και τα δυσμενή δεδομένα. Οι απαγορευτικές, προς το παρόν, αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, σε ένα περιβάλλον χρηματοπιστωτικής αναταραχής –και λόγω Ιταλίας. Το βαρύ φορτίο κόκκινων δανείων των τραπεζών. Ένα περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο. H συρρίκνωση της απασχόλησης, που επιτείνεται από την ταχεία γήρανση του πληθυσμού. Είναι επίσης η μεγάλη επενδυτική υστέρηση και συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου, από τη μαζική αποεπένδυση των προηγούμενων ετών. Από 24% προ-κρίσης, οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει στο 13% του ΑΕΠ.

Τέτοια υστέρηση επενδύσεων δεν μπορεί να καλυφθεί από τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα. Η εγχώρια αποταμίευση έχει μειωθεί δραματικά, και οι τράπεζες θα αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία για πολλά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη να προσελκύει ξένα κεφάλαια, πολλαπλάσιες από ό,τι σήμερα άμεσες ξένες επενδύσεις, για όλα τα επόμενα χρόνια. Παρότι οι ξένες επενδύσεις βαίνουν αυξανόμενες (κυρίως χάρη στις αποκρατικοποιήσεις), υπολείπονται ακόμα έναντι της ΕΕ.

Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας στο παρελθόν υπήρξε από τους χαμηλότερους στην Ευρωζώνη. Αυτό συναρτάται με τη δομή της ελληνικής οικονομίας: χαμηλή εξωστρέφεια, κυριαρχία των μη εμπορεύσιμων κλάδων. Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει, αλλά οι ρυθμοί είναι ακόμα βραδείς. Το μερίδιο των εξαγωγών ξεκίνησε πολύ χαμηλά για να φτάσει το 34% του ΑΕΠ. Σημαντική βελτίωση, αλλά μικρότερη από της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας, και χαμηλότερη εκείνης που χρειάζεται η οικονομία για να μπορεί να προσθέτει εισόδημα παράγοντας περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες για τη διεθνή ζήτηση. Το πολύ μικρό μέγεθος ελληνικών επιχειρήσεων επίσης συμβάλλει αρνητικά.

Χρειαζόμαστε επομένως μεγαλύτερες επιχειρήσεις, και περισσότερες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η εγκατάστασή τους, ως άμεσων ξένων επενδύσεων, στην Ελλάδα μπορεί να καλύψει αποτελεσματικά το επενδυτικό κενό της οικονομίας. Ο διεθνής χαρακτήρας τους συμβάλλει στην αποτελεσματική διασύνδεση της ελληνικής οικονομίας με τα αναγκαία διεθνή δίκτυα και τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Οι ξένες επιχειρήσεις εισάγουν πολύτιμη τεχνογνωσία και καινοτόμες πρακτικές, ενισχύουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλουν στη συνολική αναβάθμισή της και την αύξηση των εισοδημάτων.

Μια ισχυρή παρουσία διεθνών επιχειρήσεων είναι αναγκαία για να μπορέσει η οικονομία να υπερκεράσει δομικές παθογένειες και αρνητικές τάσεις, ενισχύοντας επίσης τη ζήτηση για μεταρρυθμίσεις. Όχι μειώσεις μισθών και μέτρα λιτότητας, αλλά μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα κεφαλαίου και εργασίας, και ενσωματώνουν την οικονομία στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Μια απλή ανάγνωση των διεθνών δεικτών ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum, World Bank) υποδεικνύει τις θεσμικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για να καταστεί η χώρα ελκυστικός επιχειρηματικός προορισμός. Δεκάδες δείκτες επηρεάζουν καθοριστικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Αυτοί πρέπει να συνθέσουν τους μεταρρυθμιστικούς στόχους του αναπτυξιακού προγράμματος της χώρας.

Τον περασμένο Ιούλιο, στο πλαίσιο του 1st InvestGR FORUM 2018 – Foreign Investments in Greece, παρουσιάστηκε ένα κείμενο-διακήρυξη, η «Πρωτοβουλία για τις Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα», το οποίο βασίστηκε στις θέσεις και προτάσεις επικεφαλής ξένων πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα ως προς το δέον γενέσθαι για τη βελτίωση του επενδυτικού πλαισίου της χώρας. Πρόκειται για επιχειρήσεις που κάποια στιγμή στο παρελθόν μελέτησαν την ελληνική αγορά, διέκριναν ευκαιρίες μεγαλύτερες από τα εμπόδια, εμπιστεύθηκαν τη χώρα, και επένδυσαν σε αυτήν. Επομένως οι διαπιστώσεις και προτάσεις τους είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς συνθέτουν τη διεθνή τεχνογνωσία με την εγχώρια εμπειρία.

Ένα νέο κείμενο, εν είδει «μανιφέστου», θα συνταχθεί και ενόψει του 2nd InvestGR FORUM 2019, με την προσδοκία ότι οι προτάσεις και διαπιστώσεις των ανώτερων αυτών στελεχών θα λειτουργήσουν ως υλικό ανατροφοδότησης της ελληνικής κυβέρνησης, των θεσμών, των πολιτικών και κοινωνικών εταίρων και θα κινητοποιήσουν παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις για να καταστεί η ελληνική οικονομία πιο ελκυστική και πιο «επενδύσιμη». Τα ίδια τα στελέχη των ξένων πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αυτό περιμένουν: να μπορέσουν να πείσουν τα κεντρικά τους γραφεία ότι καλώς επένδυσαν και επενδύουν στη χώρα και, ακόμη περισσότερο, ότι μπορούν να συμπεριλάβουν την Ελλάδα στον χάρτη των αυριανών περαιτέρω επενδυτικών τους επιλογών.

*Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών