Τους λόγους για τους οποίους αναβάθμισε προ ολίγων ημερών τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας για τρίτη συνεχόμενη χρονιά,εξηγεί  ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings. Μεταξύ των λόγων, προβάλλει τη σταθερή βελτίωση της οικονομικής, χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής θέσης της χώρας, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου. Εξηγεί ωστόσο και γιατί είναι δύσκολη μια περαιτέρω αναβάθμιση της αξιολόγησης της χώρας.

Όπως εξηγεί ο επικεφαλής αναλυτής της Scope για την Ελλάδα, Jakob Suwalski, η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ΒΒ- με θετικό outlook στις 10 Μαΐου, μετά τις δυο προηγούμενες αναβαθμίσεις τον Μάιο τιυ 2018 και τον Ιούνιο του 2017, οφείλεται  στη βελτιωμένη ικανότητα της χώρας να πληρώνει το δημόσιο χρέος σε μεσοβραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η κυβέρνηση έχει ταμειακό μαξιλάρι 27 δισ. ευρώ (ισοδύναμο με το 15% του ΑΕΠ) που καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες έως το 2022. Κάτι τέτοιο, όπως σημειώνει, μειώνει τα ρίσκα αναχρηματοδότησης. Η Ελλάδα έχει πλέον περιθώριο να βελτιώσει περαιτέρω το προφίλ χρέους, όπως με το πρόσφατο αίτημά της για πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ.

Όπως σημειώνει ο αναλυτής πάντως, η βοήθεια από τους εταίρους της Ευρωζώνης είναι «ζωτικής σημασίας», ενώ υπενθυμίζει ότι ο μέσος τόκος στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας μειώθηκε στο 1,6% πέρυσι από 4,5% το 2011. Πολύ σημαντικό θεωρεί και το γεγονός ότι το 83% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα. 
«Χωρίς το μαξιλάρι ρευστότητας, τη στήριξη των Ευρωπαίων πιστωτών της και τη βελτίωση στο προφίλ του χρέους, θα ήταν πραγματικά δύσκολο να επιστρέψει η Ελλάδα στις κεφαλαιαγορές φέτος» υπογραμμίζει. 

Όσον αφορά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, πάντως, προειδοποιεί ότι παραμένει «μεγάλη πρόκληση». Ωστόσο οι προοπτικές διαγράφονται κάπως καλύτερες, μεσοπρόθεσμα, με το δημόσιο χρέος να αναμένεται να πέσει στο 145% του ΑΕΠ έως το 2024 και με δεδομένο ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης κινηθούν στο 2,5% φέτος και το 2020 με σταδιακή επιβράδυνση στο 1,5% έως το 2024, αλλά και υπό την προϋπόθεση να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις. Όπως σημειώνει, τα μέτρα – από τις ιδιωτικοποιήσεις έως τον τομέα της υγείας και τις μεταρρυθμίσεις στον χρηματοοικονομικό κλάδο – έχουν στηρίξει την πρόσφατη ισχυρή ανάπτυξη σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Παρά την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι εκλογές για αυτοδιοίκηση, Ευρωκοινοβούλιο και Βουλή, «φαίνεται να υπάρχει ικανή διακομματική στήριξη για μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάπτυξη». 

Πάντως, ο αναλυτής της Scope Ratings υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει «περιορισμούς» στην αξιολόγησή της. Εκφράζει συγκεκριμένα ανησυχία για αναστροφή κρίσιμων πολιτικών, επικαλουμένος και την πρόσφατη ανακοίνωση των σχεδίων της κυβέρνησης να ρίξει το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ από 3,5%. «Την ίδια ώρα όμως, η μετα-προγραμματική εποπτεία από τους πιστωτές, η οποία συνδέει τις δεσμεύσεις με την ελάφρυνση του χρέους, θα περιορίσει την έκταση της όποιας μελλοντικής αντιστροφής» σχολιάζει. 

Μεταξύ των εμποδίων που επικαλείται επίσης είναι η χαμηλή δυναμική ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία και οι «κληρονομιές» της κρίσης, όπως το υψηλότατο επίπεδο κόκκινων δανείων.