Ο ΣΕΒ προέβη σε αξιολόγηση του επιπέδου ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας, με στοιχεία από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, σε σχέση και με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες.

Σημειώνεται ότι οι υψηλές ανισότητες και τα υψηλά επίπεδα στέρησης που καταγράφει η Ελλάδα είναι σε κάποιο βαθμό και αποτέλεσμα κοινωνικών συμπεριφορών, με τον ΣΕΒ να στέκεται στην ανάγκη της πολιτείας να να προσφέρει αντισταθμιστικές πολιτικές

Επιπλέον, από τις αξιολογήσεις προκύπτει ότι οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν την υψηλότερη σχετικά ποιότητα ζωής, με τις ΗΠΑ να εμφανίζουν υψηλά επίπεδα ανισοτήτων, και ιδίως ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, αλλά και στέρησης.

Στην Ελλάδα, αν και η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου βρίσκεται στο ίδιο ή χαμηλότερο επίπεδο με τον ΟΟΣΑ, η χώρα μας κατατάσσεται σε υψηλότερα επίπεδα συνολικής ανισότητας και στέρησης σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυρίως χώρες.

Συγκεκριμένα, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του υψηλότερου 20% είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από του χαμηλότερου 20% (ενώ στον ΟΟΣΑ 5,4 φορές, στις ΗΠΑ 8,5 φορές και τη Σουηδία 4,1 φορές), και, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου (έναντι 52% στον ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ), με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα να συμβάλει ενδεχομένως στην άμβλυνση των ανισοτήτων πλούτου.

Όσον αφορά στη σύγκριση με βάση το φύλο, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά χαμηλές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το ίδιο συμβαίνει στη βάση της ηλικίας των ατόμων στο εργατικό δυναμικό, αν και οι ανισότητες αυξάνονται οριακά, και η ποιότητα ζωής εξασθενεί αντίστοιχα, σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αν και σε επίπεδο σχετικών εισοδημάτων οι διαφορές είναι μικρές σε σχέση με άλλες χώρες, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών χονδρικά στις ηλικίες 20-30 ετών διαμορφώνεται στο 47% του επιπέδου των νοικοκυριών στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 38% στον ΟΟΣΑ και 18% στις ΗΠΑ.

Αντίστοιχα, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στις ηλικίες 50-64 ετών ανέρχεται σε 95% εκείνου στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 130% στον ΟΟΣΑ και 204% στις ΗΠΑ. Ενδεχομένως, τα μεγέθη αυτά να σηματοδοτούν την στήριξη των μικρότερων σε ηλικία από τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενεών, είτε στα πρώτα χρόνια της παραγωγικής ζωής, στήριξη των νέων ζευγαριών σε χρήμα και είδος, είτε και μετέπειτα (μέσω γονικών παροχών), με προσδοκώμενο ανταποδοτικό αντάλλαγμα την στήριξη των ηλικιωμένων από τις νεότερες γενιές.

Ανισότητες σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης

Όσον αφορά στις ανισότητες στη βάση του επιπέδου εκπαίδευσης, όπως αναμένεται, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν υψηλότερα εισοδήματα και καθαρό πλούτο από τους απόφοιτους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ωστόσο, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων δημοτικού είναι 71% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 44% στον ΟΟΣΑ και 16% στις ΗΠΑ) και, αντιστοίχως, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων λυκείου είναι 79% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 59% στον ΟΟΣΑ και 27% στις ΗΠΑ).

Τα μεγέθη αυτά είναι ενδεχομένως, ενδεικτικά του γεγονότος ότι ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αν και οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα πλούτου, δεν δημιουργεί ισοδύναμες συνθήκες δημιουργίας περιουσίας όπως στον υπόλοιπο κόσμο.

Το φαινόμενο αυτό ίσως αντανακλά, πέραν της σημασίας που παίζει η αρχική περιουσιακή κατάσταση, και το γεγονός ότι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν προσφέρει ανάλογες υψηλές δεξιότητες, όπως στο εξωτερικό, αλλά και ότι οι θέσεις εργασίας στη χώρα είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αντανακλώντας το χρόνιο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας.

Το 12,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο φτώχειας

Στο θέμα των στερήσεων, η Ελλάδα καταγράφει σημαντικά υψηλότερες στερήσεις από τον υπόλοιπο κόσμο, που ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει και την επίπτωση της μεγάλης κρίσης και ύφεσης στην ποιότητα ζωής του πληθυσμού στην Ελλάδα.

Μεταξύ των σημαντικότερων στοιχείων στέρησης είναι ότι το 12,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο φτώχειας (έναντι 11,5% στον ΟΟΣΑ). Επίσης, το 67% του πληθυσμού έχει ρευστότητα χαμηλότερη από το ¼ του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, που θεωρείται μαξιλάρι ικανό να συντηρήσει κάποιον που υφίσταται μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών (έναντι 49,3% στον ΟΟΣΑ).

Τέλος, το 55,4% του πληθυσμού θεωρείται «οικονομικά ευάλωτο» (έναντι 38,9% στον ΟΟΣΑ) που, αν και δεν έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν διαθέτει σε ρευστότητα το μαξιλάρι συντήρησης των 3 μηνών, και, συνεπώς, είναι εύκολο να πέσει κάτω από το όριο φτώχειας σε περίπτωση απώλειας της εργασίας του.

Σημειώνεται ότι οι υψηλές ανισότητες και τα υψηλά επίπεδα στέρησης που καταγράφει η Ελλάδα είναι σε κάποιο βαθμό και αποτέλεσμα κοινωνικών συμπεριφορών, με τον ΣΕΒ να στέκεται στην ανάγκη της πολιτείας να να προσφέρει αντισταθμιστικές πολιτικές που δημιουργούν ίσες ευκαιρίες για όλους, και, κυρίως, ευκαιρίες μεταξύ άλλων στην εκπαίδευση, την υγεία, και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και την πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν αρχική πριμοδότηση, να βελτιώσουν τις προοπτικές της ζωής τους στη διάρκεια του εργασιακού βίου.