Εκτίναξη του ελληνικού χρέους στο 190,5% του ΑΕΠ φέτος και ύφεση που θα αγγίξει το 3,9% προβλέπει η Standard & Poor’s σε τελευταία μελέτη της για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, ο οίκος κατατάσσει τις ελληνικές τράπεζες στην υψηλότερη βαθμίδα ρίσκου, στην ίδια όπου βρίσκονται οι τράπεζες της Λευκορωσίας, της Αιγύπτου και της Βουλγαρίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Standard & Poor’s, η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί και πάλι φέτος, δίνοντας συνέχεια σε μία βαθιά ύφεση, η οποία συνεχίζεται από το 2008 και έφτασε πέρυσι στο 6,8%.

Ειδικότερα, οι προβλέψεις του οίκου κάνουν λόγο για μείωση του ΑΕΠ κατά 3,9%, με τον πληθωρισμό να μειώνεται κατά 1% και το χρέος να εκτινάσσεται στο 190,5%.

“Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα συνδικάτα και άλλα εμπλεκόμενα μέρη αναμένεται να συνεχίσουν να περιπλέκουν τη διαδικασία προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της οικονομίας. Όμως, θεωρούμε ότι η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ βραχυπρόθεσμα, μειώνεται”, σημειώνουν οι αναλυτές της S&P.

Η βαθιά ύφεση, σε συνδυασμό με το έντονο πιστωτικό στρες, που οδήγησαν σε δύο ελληνικά defaults το 2012, θα επιτείνουν τις ανισορροπίες στον τραπεζικό κλάδο, προειδοποιεί η S&P. Και εκτιμά ότι αυτές θα εκδηλωθούν με τη μορφή των αυξανόμενων ζημιών στα χαρτοφυλάκια δανείων, τις οποίες ο οίκος υπολογίζει στο 17-19% του συνόλου των δανείων.

Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς αυτές τις ανισορροπίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, τονίζουν οι αναλυτές. Αντίθετα, τα αποτελέσματά τους θα εξακολουθήσουν να πιέζονται από τα υψηλά κόστη χρηματοδότησης.

Στο πλαίσιο αυτό, η S&P εκτιμά ότι η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη θα οδηγήσει σε μία σημαντική παρουσία του Δημοσίου στα δ.σ. των μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας.  “Κατά την άποψή μας, αυτό εντείνει τον κίνδυνο να αυξηθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε ένα πιο αδύναμο ανταγωνιστικό περιβάλλον”.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο οίκος κατατάσσει τις ελληνικές τράπεζες στην υψηλότερη βαθμίδα οικονομικού ρίσκου (10), κάνοντας λόγο για πολύ υψηλό ρίσκο στα κριτήρια της οικονομικής ανθεκτικότητας και των οικονομικών ανισορροπιών, καθώς και εξαιρετικά υψηλό πιστωτικό ρίσκο.

Το ρίσκο του κλάδου υπολογίζεται στο 8, με το θεσμικό πλαίσιο και τη δυναμική του ανταγωνισμού να χαρακτηρίζονται ως υψηλού ρίσκου.

Οι βασικές αδυναμίες των ελληνικών τραπεζών εντοπίζονται στις επιπτώσεις που έχει η άσχημη φερεγγυότητα του κράτους, στις πολύ αδύναμες οικονομικές προοπτικές, στο υψηλό πιστωτικό ρίσκο και στις μεγάλες χρηματοδοτικές ανισορροπίες.

Στα ισχυρά σημεία του κλάδου, η S&P σημειώνει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης καθώς και το συγκεντρωμένο και σταθερό χρηματοοικονομικό σύστημα.

Σημειώνεται ότι η S&P αξιολογεί τις Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank με CCC/Negative/C.