Σε δραστική μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 προσβλέπει με αυξημένες αξιώσεις η κυβέρνηση, μετά την έγκριση του προϋπολογισμού του 2020 από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τη διασφάλιση της επιτυχούς ολοκλήρωσης της 4ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης και μια σειρά εξελίξεων που δίνουν ώθηση στο ελληνικό αίτημα.

Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έβαλε δημοσίως στο 2% του ΑΕΠ τον πήχη για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, μιλώντας προχθές στην πρωινή εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1. Όπως είπε, η κυβέρνηση επιδιώκει να περιοριστεί ο στόχος σε αυτά τα επίπεδα από το 2021 και να διατηρηθεί εκεί τα επόμενα χρόνια.

Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε συμφωνήσει τον Ιούνιο του 2018 στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Συνεπώς, εάν ο στόχος μειωθεί στο 2% θα προκύψει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος ύψους 1,5% του ΑΕΠ ή περίπου 3 δισ. ευρώ το 2021 και το 2022, ο οποίος θα μπορέσει να αξιοποιηθεί για περαιτέρω χαλάρωση της λιτότητας, λήψη κοινωνικών και φιλοαναπτυξιακών μέτρων και κάλυψη της δαπάνης για τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Από το 2023 έως το 2060 το μεσοσταθμικό ύψος των πλεονασμάτων είχε καθοριστεί με την περυσινή συμφωνία στο 2,2% του ΑΕΠ, άρα το μέσο ετήσιο όφελος από μια μείωση στο 2% του ΑΕΠ θα είναι περίπου 400 εκατ. ευρώ.

Η διαπραγματευτική θέση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη θέσει το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας, ενισχύθηκε μετά την πιστοποίηση των Ευρωπαίων τεχνοκρατών ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ υπερκαλύπτεται φέτος (φθάνοντας, υπό προϋποθέσεις, το 3,8% του ΑΕΠ) και θα επιτευχθεί και το 2020.

Οι σχετικές αναφορές συμπεριελήφθησαν μάλιστα στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα, προτού δημοσιοποιηθεί η σχετική αναλυτική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το προσχέδιο προϋπολογισμού της προσεχούς χρονιάς. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι ότι η Επιτροπή επικρότησε τη σταδιακή αλλαγή του φορολογικού μείγματος, με τις φοροελαφρύνσεις που άρχισε να εφαρμόζει ήδη από φέτος η κυβέρνηση και εκείνες που θα ακολουθήσουν το 2020.

Η έκθεση αυτή προβλέπεται να δοθεί στη δημοσιότητα στις 20 Νοεμβρίου μαζί με την 4η έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, η οποία, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, θα πιστοποιεί ότι η χώρα μας βρίσκεται «εντός τροχιάς» όσον αφορά στην υλοποίηση των μεταμνημνοιακών δεσμεύσεών της. Έτσι, θα ανοίξει ο δρόμος για να εγκριθεί στο Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου η επόμενη δόση, ύψους περίπου 640 εκατ. ευρώ, από την επιστροφή κερδών των ελληνικών ομολόγων.

Επιπλέον, το οπλοστάσιο με τα επιχειρήματα του οικονομικού επιτελείου υπέρ της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ενισχύεται από τις ακόλουθες εξελίξεις:

1.   Τη θεαματική μείωση του κόστος δανεισμού του Δημοσίου από τις αγορές: Από τις αρχές του έτους, όταν συντάχθηκε η προηγούμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μέχρι σήμερα, το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους έχει κάνει εντυπωσιακή βουτιά. Εξάλλου, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) έχει αντλήσει επιτυχώς 9 δισ. ευρώ από τις αγορές (έναντι στόχου 7 δισ. ευρώ) μέσω τριών εκδόσεων ομολόγων 5ετούς, 7ετούς και 10ετούς διάρκειας.

Όπως επισημαίνουν στο ΝΜ πηγές του υπουργείου Οικονομικών, στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του περασμένου Ιανουαρίου χρησιμοποιήθηκε ως σημείο αναφοράς η διαφορά απόδοσης (spread) ανάμεσα στο 5ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου και στο αντίστοιχο γερμανικό, ενώ η βασική παραδοχή ήταν ότι το κόστος αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους θα κυμανθεί μεσοσταθμικά μεταξύ 4,6% (βασικό σενάριο) και 5,4% (αρνητικό σενάριο) την περίοδο 2019-2060.

Ωστόσο, τα επιτόκια κινούνται πλέον σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα και το ετήσιο μεσοσταθμικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης πέφτει κάτω από το 1,6%. «Tον Ιανουάριο το spread ανάμεσα στο 5ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου και στο αντίστοιχο γερμανικό ήταν κατά μέσο όρο 3,481%, ενώ την περασμένη Παρασκευή ήταν 0,998%, δηλαδή έχει μειωθεί κατά 71,3%. Η διαφορά αυτή αποτελεί ήδη από μόνη της επαρκή λόγο για να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ», τονίζουν οι ίδιες πηγές.

Σύμφωνα με πληροφορίες του ΝΜ, οι τεχνοκράτες της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) αναγνωρίζουν πως πρέπει να αναθεωρήσουν προς το καλύτερο τις προ 10μήνου προβλέψεις τους ότι το δημόσιο χρέος δεν θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2050 και θα καταλήξει στο 87,6% το 2060 υπό το βασικό σενάριο και στο 171,4%(!) υπό το δυσμενές σενάριο. Εντούτοις, εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν μια δόση συντηρητισμού στο νέο DSA που θα περιλαμβάνεται στην 4η έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας και θα ανακοινωθεί στις 20 Νοεμβρίου.

Αντιθέτως, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ στην έκθεσή τους για την Ελλάδα, που συζητείται μεθαύριο Τετάρτη στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, εμμένουν σε αδικαιολόγητα απαισιόδοξες παραδοχές.
 
2.   Τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την τόνωση της ανάπτυξης: Η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και την επίτευξη ισχυρότερων ρυθμών ανάπτυξης. Το στοίχημα είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό, αλλά το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι η άρση των εμποδίων για το επιχειρείν, η παροχή κινήτρων για επενδύσεις και η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών θα επιτρέψουν να τονωθεί η ανάπτυξη κατά 2,8% το 2020 και ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Επί του παρόντος, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται πιο συγκρατημένοι, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κάνει λόγο στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της για ανάπτυξη 2,3% το ερχόμενο έτος.
 
3.  Την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ: Η πρόωρη αποπληρωμή των ακριβότερων 2,7 δισ. ευρώ από τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του τρέχοντος μηνός. Σύμφωνα με τον ESM, η προεξόφληση του ΔΝΤ οδηγεί σε εξοικονόμηση 33,08 εκατ. ευρώ έως τον Ιανουάριο του 2021. Το σημαντικότερο είναι ότι στέλνει θετικό σήμα προς θεσμούς και αγορές. Εάν οι εξελίξεις στις αγορές παραμείνουν ευνοϊκές το 2020, η κυβέρνηση θα δρομολογήσει την πρόωρη εξόφληση ακόμα ενός τμήματος από το δάνειο του ΔΝΤ, προκειμένου να επωφεληθεί από τη διαφορά επιτοκίου.

4.  Την αλλαγή κλίματος στην ευρωζώνη: Υπό τον φόβο της επιβράδυνσης της ευρωζώνης και με το φάντασμα της ύφεσης να στοιχειώνει τη Γερμανία, οι ευρωπαϊκές ισορροπίες φαίνεται να ανατρέπονται το τελευταίο διάστημα κατά τρόπο που ενδέχεται να ευνοήσει την Ελλάδα. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν δηλώνει ηχηρό «παρών» με παρεμβάσεις υπέρ μιας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, χαρακτηρίζοντας ξεπερασμένη τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς έκανε (αναγκαστική) στροφή και είπε «ναι» στην πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων. Εάν επικρατήσει η γραμμή της δημοσιονομικής χαλάρωσης, η χώρα μας είναι από τις πρώτες που πρέπει να ωφεληθούν, μετά τη βαθιά πολυετή ύφεση που πέρασε και τη σκληρή λιτότητα.

Η διαπραγμάτευση για τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να ανοίξει επισήμως μετά την επικύρωση των δημοσιονομικών μεγεθών του 2019 από τη Eurostat τον ερχόμενο Απρίλιο και είναι βέβαιο ότι η τελική έκβασή της θα κριθεί σε πολιτικό επίπεδο. Η λήψη των σχετικών αποφάσεων εναπόκειται στο Eurogroup.

Νωρίτερα, στις αρχές του 2020, εκτιμάται ότι θα εξεταστεί αναλυτικά η πρόταση να αξιοποιηθεί για επενδύσεις, αντί για την αποπληρωμή του χρέους, τουλάχιστον ένα μέρος από τις επιστροφές κερδών των ελληνικών ομολόγων (ANFAs, SMPs).

Η χώρα μας, εφόσον είναι συνεπής στις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις της, λαμβάνει συνολικά 1,3 δισ. ευρώ ετησίως από τα εν λόγω κέρδη έως το 2022, τα οποία ωστόσο, με βάση τον ορισμό της μεταμνημονιακής εποπτείας, δεν προσμετρώνται στο πρωτογενές πλεόνασμα. Εάν αξιοποιηθούν τα χρήματα αυτά για επενδύσεις, θα έχουν πολλαπλασιαστική θετική επίδραση στην ανάπτυξη και έτσι θα επιτευχθεί μεγαλύτερη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Επιπλέον, θα προκύψει έμμεση μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 0,7% του ΑΕΠ, διασφαλίζοντας ισόποσο δημοσιονομικό χώρο.