του Διαμαντή Σεϊτανίδη

Η επόμενη μέρα των ευρωεκλογών είχε στην Ελλάδα όχι έναν, αλλά δυο νικητές: Τη Νέα Δημοκρατία και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι αγορές “είδαν” στο αποτέλεσμα της Κυριακής για το Ευρωκοινοβούλιο την έλευση της πολιτικής αλλαγής στη χώρα μας, κι έσπευσαν να “το γιορτάσουν” παίρνοντας θέσεις.

Βέβαια, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες δεν “διαβάζουν” με τον ίδιο τρόπο τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι οικονομικοί βλέπουν ότι μια νέα οικονομική πολιτική στην Ελλάδα μπορεί να δώσει στην οικονομία μας την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα (BB-) που είναι απαραίτητη όχι μόνο για την έλευση επενδύσεων που μπορούν να αλλάξουν το τοπίο, αλλά και για τη συμμετοχή της Ελλάδας σε μια ενδεχόμενη νέα φάση της ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία συζητά ήδη ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι.

Η προσπάθεια συμμετοχής της Ελλάδας στην πιθανή νέα ποσοτική χαλάρωση, αλλά και στο βεληνεκές των μεγάλων διαχειριστών κεφαλαίων, είναι δυσκολότερη από όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η έκδοση 5ετούς και ακολούθως 10ετούς ομολόγου μέσα στο 2019 έδειξαν πόσο επιφυλακτικά αντιμετωπίζει ακόμα τη χώρα μας η διεθνής επενδυτική κοινότητα. Σήμερα η χώρα μας είναι από τρεις ως τέσσερις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, ανάλογα με το ποιος οίκος κάνει την αξιολόγηση.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η πραγματική πολιτική -και κυρίως οικονομική- αλλαγή, θα χρειαστεί ενάμιση χρόνο κατ’ ελάχιστο, ώστε η χώρα να φτάσει την επενδυτική βαθμίδα η οποία θα “κινητοποιήσει” τα investment grade funds και θα ρίξει σε δεύτερη μοίρα τα hedge funds, με αποτέλεσμα η πορεία της χρηματαγοράς να μην είναι σαν καρυδότσουφλο, έρμαιο του παραμικρού ανέμου. Η επενδυτική βαθμίδα θα καταστήσει και την Ελλάδα συμμέτοχο σε πιθανή νέα ποσοτική χαλάρωση την οποία σχεδιάζει ο Μάριο Ντράγκι και πολλοί ελπίζουν ότι θα υλοποιήσει ο διάδοχός του.

Πάνω σε αυτή την προοπτική, παίζονται διάφορα παιγνίδια. Τον Ιανουάριο η πάντα απαισιόδοξη City υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί από 2 έως 4 χρόνια για να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Η ίδια εκτιμούσε ότι τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο, η S&P δεν πρόκειται να αναβαθμίσει την Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο η χώρα μας να φτάσει την επενδυτική βαθμίδα μέσα στον προσεχή ενάμιση χρόνο. Κι αυτό, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου θα εξασφαλίζει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και θα κάνει γρήγορα και θαρραλέα βήματα εκσυγχρονισμού των δομών της οικονομίας.

Από την άλλη, η ποσοτική χαλάρωση ακόμα δεν έχει αποφασιστεί, ενώ κεντρική παράμετρος είναι η αλλαγή του διοικητή της ΕΚΤ αργότερα μέσα στη χρονιά. Είναι προφανές ότι μιλάμε για έναν διπλό αγώνα δρόμου: Από τη μια μεριά η ΕΚΤ πρέπει να καταλήξει στο τι θα κάνει -κι όταν λέμε “να καταλήξει” εννοούμε και υπό τη νέα της ηγεσία- κι από την άλλη η Ελλάδα ακόμα και στο πλέον αισιόδοξο σενάριο, της χωρίς προσκόμματα εφαρμογής μιας φιλοεπενδυτικής πολιτικής, φαίνεται από πολύ δύσκολο έως απίθανο να αποκτήσει πριν το 2021 την επενδυτική βαθμίδα που θα της επιτρέψει (και) συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση.

Άρα, σε αυτή την πολυπαραγοντική εξίσωση, ίσως προστεθούν στην πορεία κι άλλες σταθερές, ή κι άλλες μεταβλητές…