του Μάριου Ροζάκου

Ηχηρό καμπανάκι για τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού εξαιτίας των προεκλογικών παροχών και των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων ετοιμάζονται να σημάνουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην 3η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της χώρας μας, την οποία έχουν αρχίσει να συντάσσουν. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι τεχνοκράτες των δανειστών όχι μόνο δεν βλέπουν να υπάρχει «καβάτζα» για τη φετινή χρονιά, όπως υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στη Βουλή, αλλά εκτιμούν ότι προκύπτει τρύπα μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τη βροχή φοροελαφρύνσεων και παροχών και από τη ρύθμιση των 120 δόσεων, η οποία δεν αποδέχονται ότι θα ωφελήσει τα κρατικά ταμεία.

Παράλληλα, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί έντονη ανησυχία για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση βασικών μεταμνημονιακών δεσμεύσεων και για το σχέδιο μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα της περιόδου 2020-2022.

Το πρόβλημα είναι πως οι ανησυχίες και οι ενστάσεις εκφράζονται με μεγάλη καθυστέρηση, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι τονίζουν ότι οι θεσμοί δεν έβαλαν εγκαίρως φρένο στο κυβερνητικό αφήγημα περί υπεραπόδοσης του Προϋπολογισμού. Ετσι, Μέγαρο Μαξίμου και υπουργείο Οικονομικών προχώρησαν σε παροχές και προανήγγειλαν ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες, την ώρα που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες ξεπερνούν τα 2,2 δισ. ευρώ, οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης φτάνουν τις 250.000, με συνολικό κόστος 1,2 δισ. ευρώ, και το -ήδη ψαλιδισμένο – Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποεκτελείται.

«Τα στελέχη των θεσμών γύρισαν από την Αθήνα πολύ προβληματισμένα, καθώς οι κυβερνητικές εξαγγελίες ξεπέρασαν τους χειρότερους φόβους τους για την αρνητική επίδραση του εκλογικού κύκλου στην τήρηση όσων έχουν συμφωνηθεί», ανέφερε στο «business stories» πηγή με άμεση γνώση του κλίματος που επικρατεί στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Επισήμανε ακόμα ότι η 3η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, που θα δημοσιοποιηθεί στις 5 Ιουνίου, «σίγουρα θα ανεβάσει τους τόνους της κριτικής, καθώς πλέον θα έχει περάσει το άτυπο moratorium λόγω των ευρωεκλογών».

Στο δημοσιονομικό πεδίο εντοπίζονται τρία προβλήματα:

■ Προτού εξακριβωθεί αν ευσταθεί η πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για δημοσιονομικό χώρο 1,14 δισ. ευρώ (0,6% του ΑΕΠ) φέτος, η κυβέρνηση έσπευσε να τον ξεπεράσει, χωρίς μάλιστα να επιλέξει μέτρα με αναπτυξιακό χαρακτήρα ή μέτρα τόνωσης των κοινωνικών δαπανών. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπολόγισε το συνολικό κόστος της 13ης σύνταξης και των μειώσεων ΦΠΑ στα 1,271 δισ. ευρώ, δηλαδή 131 εκατ. ευρώ πάνω από τα εκτιμώμενα περιθώρια. Εντούτοις, οι πρόσθετες μειώσεις ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ και άλλες παροχές, που ενσωματώθηκαν τις τελευταίες ημέρες σε νομοσχέδια με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, δεν έχουν κοστολογηθεί. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του κ. Τσακαλώτου ότι «κερδίζουμε 200 εκατ. ευρώ από τις 120 δόσεις» δεν πιστοποιείται από την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνόδευε το νομοσχέδιο ούτε υιοθετείται από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι επιμένουν ότι οι ρυθμίσεις θα γυρίσουν μπούμερανγκ για τον Προϋπολογισμό και την τάση πληρωμών. Οι ανησυχίες των δανειστών εντάθηκαν μετά τις αναφορές του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του υπουργού Οικονομικών ότι θα ακολουθήσουν «ακόμα περισσότερα μέτρα ελάφρυνσης προς το τέλος του χρόνου».

■ Από την αρχή του έτους το πρωτογενές πλεόνασμα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με πέρυσι, όπως άλλωστε υπογράμμισε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποιώντας πως, αν συνεχιστεί η τάση του α’ τριμήνου, δεν θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για πρόσθετες παροχές πέραν όσων προέβλεπε ο Προϋπολογισμός του 2019.

■ Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει σχέδιο για τη δημοσιονομική βόμβα των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Τσίπρας, ερωτηθείς σχετικά στη συνέντευξη Τύπου στο Ζάππειο, αρκέστηκε να πει: «Αν και εφόσον υπάρξουν δικαστικές αποφάσεις, θα πράξουμε αυτό που μας ορίζει ο νόμος».

Αποθαρρυντική ήταν επίσης η εικόνα που σχημάτισαν οι τεχνοκράτες των θεσμών για την πορεία εφαρμογής των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, η οποία έχει πέσει θύμα του προεκλογικού πυρετού. Τα κυριότερα προβλήματα είναι ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες αυξάνονται, αντί να μειώνονται, οι μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρούν και επικρατεί αγωνία για την έκβαση των διαγωνισμών του ενεργειακού τομέα (λιγνιτικές μονάδες ΔΕΗ, ΕΛ.ΠΕ.), ενώ ο νέος νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας ουσιαστικά θα δοκιμαστεί στην πράξη από τα τέλη Ιουνίου, καθώς η ηλεκτρονική πλατφόρμα δεν ήταν έτοιμη να λειτουργήσει πλήρως στις 30 Απριλίου (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου).

Οσον αφορά στην κυβερνητική πρόταση να μειωθεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα της περιόδου 2020-2022 από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5% και να καλυφθεί η διαφορά δεσμεύοντας σε ειδικό λογαριασμό ως εγγύηση 5,5 δισ. ευρώ από το μαξιλάρι διαθεσίμων, ευρωπαϊκές πηγές θεωρούν ότι δεν μπορεί να περάσει τις εξετάσεις του Eurogroup (αναμένεται να συζητηθεί στις 13 Ιουνίου). Αλλωστε, έχουν αρχίσει να πληθαίνουν οι φωνές που θεωρούν την ιδέα αυτή παραβίαση της συμφωνίας για το ελληνικό χρέος, εξ ου και τα σενάρια για πιθανές κυρώσεις, όπως το πάγωμα της πρόωρης αποπληρωμής του ΔΝΤ, η ανάκληση της απόφασης να ακυρωθεί η αύξηση επιτοκίου σε μέρος του ευρωπαϊκού δανείου του 2ου μνημονίου και η μη επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα στα τέλη του έτους.