«Μάλλον απίθανη» η εκταμίευση της δόσης στο Eurogroup της Καθαράς Δευτέρας – Μεγάλο «αγκάθι» οι καθυστερήσεις στον νέο νόμο Κατσέλη – Από τον Δεκέμβριο του 2018 η απόφαση μετατέθηκε για τον Μάρτιο του 2019 και τώρα πάει για Απρίλιο

του Μάριου Ροζάκου

Το γνώριμο θρίλερ με τις καθυστερημένες εκταμιεύσεις των δανειακών δόσεων κατά τη διάρκεια των Μνημονίων θα ξαναζήσει, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα στη μεταμνημονιακή εποχή με την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα. Υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ευρωζώνης ξεκαθάρισε χθες ότι είναι «μάλλον απίθανο» να εγκριθεί η επιστροφή των 970 εκατ. ευρώ από τα ομόλογα στο Eurogroup της Καθαράς Δευτέρας, καθώς «απομένουν λίγες ημέρες και τα ανοιχτά σημεία είναι πολλά», ιδίως στο διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.
 
Μάλιστα, ανέφερε ως πιθανότερο σενάριο να μετατεθεί η απόφαση για το άτυπο Eurogroup της 5ης Απριλίου, που θα πραγματοποιηθεί στο Βουκουρέστι (στο πλαίσιο της Ρουμανικής Προεδρίας της Ε.Ε.). Εναλλακτικά, είπε ότι το πράσινο φως θα μπορούσε ίσως να δοθεί νωρίτερα από το Euro Working Group, εφόσον δοθεί σχετική εξουσιοδότηση από το Eurogroup. «Μόνο στη περίπτωση που οι θεσμοί έχουν σαφείς ενδείξεις για ουσιαστική πρόοδο τις επόμενες ημέρες, θα οργανωθεί έκτακτο Euro Working Group το πρωί της Δευτέρας, για να ληφθεί απόφαση για εκταμίευση», σημείωσε ο αξιωματούχος.
 
Η μετάθεση της επιστροφής των κερδών θα αποδομήσει το κυβερνητικό αφήγημα περί «success story» και θα στείλει αρνητικό μήνυμα στις αγορές για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, δυσκολεύοντας την προσπάθεια του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) να βελτιώσει το κλίμα στις αγορές για τη χώρα μας. Όπως ανέφερε χθες ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, «το αποτέλεσμα δεν θα είναι μόνο ότι η χώρα θα στερηθεί ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τα δημόσια ταμεία, αλλά και το γεγονός ότι θα αποσταλεί πολύ κακό μήνυμα στις αγορές για την πορεία της χώρας. Επίσης η αναβολή θα σημαίνει ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η επιλογή των νέων Γενικών Γραμματέων των υπουργείων».
 
Αυτή θα είναι η δεύτερη φορά που καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας «σπρώχνουν» προς τα πίσω τα κέρδη των ομολόγων. Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο, η επιστροφή θα γινόταν τον Δεκέμβριο και τον Ιούνιο κάθε έτους, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Η μεταρρυθμιστική ραστώνη μετά την έξοδο από τα Μνημόνια ανέβαλε σιωπηρά την εκταμίευση των κερδών, τα οποία συνδέθηκαν με τη δεύτερη έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας. Η έκθεση εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου, διαπίστωσε μικρότερες ή μεγαλύτερες εκκρεμότητες σε 6 από τα 16 προαπαιτούμενα και στη συνέχεια το EuroWorking Group έδωσε προθεσμία για να κλείσουν όλα έως το πρωί της Καθαράς Δευτέρας.
 
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» είναι το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη. Μολονότι κυβερνητικά στελέχη υποστήριζαν ότι το σχετικό νομοσχέδιο θα κατετίθετο στη Βουλή την περασμένη Τρίτη και θα ψηφιζόταν χθες ή σήμερα, κάτι τέτοιο δεν έγινε, διότι οι διαβουλεύσεις κυβέρνησης και τραπεζών με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για κομβικές πτυχές του νομοσχεδίου συνεχίζονται. Στο μικροσκόπιο των θεσμών έχουν μπει κυρίως οι επιπτώσεις του νέου πλαισίου για τους ισολογισμούς και τις προβλέψεις των τραπεζών, τα περιουσιακά κριτήρια για την υπαγωγή των δανειοληπτών στον νέο νόμο και η δυνατότητα ένταξης επαγγελματικών δανείων με υποθήκη πρώτης κατοικίας.
 
Οι Ευρωπαίοι έχουν ζητήσει ακόμα να επισπευσθούν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και έχουν θορυβηθεί από τις καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις: η Εγνατία Οδός δεν έχει προχωρήσει, ενώ ο διαγωνισμός για των πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε Μελίτη και Μεγαλόπολη ναυάγησε και πρέπει να επαναληφθεί. Προβληματισμός επικρατεί επίσης για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης προς ιδιώτες, οι οποίες, αντί να μειωθούν, αυξήθηκαν από 1,537 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου σε 1,579 δισ. ευρώ στο τέλος Ιανουαρίου, σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Τέλος, έχουν δημιουργηθεί 112 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ), αντί για τουλάχιστον 120 που προβλεπόταν έως το τέλος του 2018, ενώ η επιλογή των νέων Γενικών Γραμματέων των υπουργείων και η στελεχιακή ενίσχυση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχουν «κολλήσει», με την κυβέρνηση να επιρρίπτει την ευθύνη στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ).