Από το …κυνήγι των αριθμών για τους επισκέπτες που έρχονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα στο πέρασμα στην ψηφιακή εποχή και τις συνέργειες.

Αυτό είναι πλέον ένα από τα μεγάλα ζητούμενα για τον ελληνικό τουρισμό των 33 εκατ. επισκεπτών, ο οποίος, μετά το μεγάλο «σόκ» από την κατάρρευση της Thomas Cook καλείται τώρα να ακολουθήσει το δρόμο των μεγάλων αλλαγών με «όπλο» και την τεχνολογία.

«Ο τουριστικός κλάδος έχει περάσει στην ψηφιακή εποχή και η κατάρρευση της Thomas Cook, η οποία διατηρούσε εκατοντάδες ‘’φυσικά’’ καταστήματα, ακολουθώντας εν πολλοίς το παλιό μοντέλο ήρθε προς επίρρωση αυτής της νέας πραγματικότητας», αναφέρει στο NM η κ. Catharina Fischer, Digital Marketing Strategist, σύμβουλος του δικτύου Tourismuszukunft, η οποία βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη χώρα μας στο πλαίσιο του συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. Η κ. Fischer αναφέρει ότι «ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να αγνοεί πλέον ότι ποσοστό πάνω από το 60% των κρατήσεων γίνεται διαδικτυακά». Η ίδια, υποστηρίζει ότι το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή μπορεί να γίνει εύκολο όχι μόνο για τους μεγάλους του κλάδου αλλά και τις μικρές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα που δομούν και τον ελληνικό τουρισμό. «Στο σημείο αυτό έρχονται οι συνέργειες. Μέσα από τις συνέργειες μπορεί να μειωθεί το κόστος για έναν μικρό ξενοδόχο, για παράδειγμα μέσα από την από κοινού προώθηση και προβολή ενός προορισμού από όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται και λειτουργούν εκεί.»

Η βιωσιμότητα στο επίκεντρο

Στο συνέδριο του ΣΕΤΕ παρουσιάστηκε μία σειρά πρακτικών που πρέπει να αναπτυχθούν για μία διαφορετική ανάπτυξη προορισμών και επιχειρηματικών μοντέλων, ακολουθώντας βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που προάγουν τη βιωσιμότητα, την καινοτομία, την τεχνολογία, την τεχνογνωσία, την εμπειρία και το ταλέντο.

Το συνέδριο άνοιξε με μια διαδραστική συζήτηση μεταξύ του Προέδρου του ΣΕΤΕ, Γιάννη Ρέτσου και του Paul Papadimitriou, ιδρυτή της Intelligencr, ερευνητή καινοτομίας και ειδικό στις στρατηγικές του μέλλοντος και συντονιστή της διοργάνωσης.

Ο Γιάννης Ρέτσος αναφέρθηκε στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες που επικρατούν στην παγκόσμια ταξιδιωτική αγορά και στην άμεση ανάγκη προσαρμογής του ελληνικού τουρισμού στα νέα δεδομένα. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «τὠρα είναι η στιγμή των μεγάλων αλλαγών για τον ελληνικό τουρισμό».

«Η εικόνα του μέλλοντος πρέπει να εστιάσει στην ωριμότητα του προορισμού η οποία συνδέεται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία, την τεχνολογία, τον πολιτισμό και τον αειφόρο τουρισμό. Στην πορεία αυτή, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε ήδη επιτυχημένα μοντέλα και να υιοθετήσουμε, όπου απαιτείται, βέλτιστες διεθνείς πρακτικές».

Στο πλαίσιο της συζήτησης, ο Paul Papadimitriou ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «ο τουρισμός εισέρχεται σε μια νέα εποχή. Οι αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά και τις αξίες των ταξιδιωτών είναι συνεχείς. Για να ξεχωρίσει η Ελλάδα πρέπει να σταθεί ψηλά, να αναθεωρήσει την αναπτυξιακή κουλτούρα του τουρισμού – αναμειγνύοντας την αρχαία κληρονομιά με σύγχρονα στοιχεία, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη μοναδικότητα της».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η παρουσίαση «πράσινων» πρακτικών για τις οποίες όπως τόνισε ο κ.  Patrik Gustavsson, διευθύνων σύμβουλος του The Amager Bakke Foundation «υπάρχει σήμερα μεγάλη πίεση. Χρειάζονται περισσότερες πράσινες υποδομές, επομένως πρέπει να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε τις ταράτσες και τις προσόψεις των κτιρίων στην κατεύθυνση αυτή. Ακριβώς αυτό εξυπηρετεί στην Κοπεγχάγη, το Copenhill, μια μονάδα καύσης απορριμμάτων που μετετράπη σε ένα σημείο αναφοράς στην πόλη, ένα σύγχρονο τοπόσημο που συμβολίζει και την προσπάθεια της Κοπεγχάγης να είναι η πρώτη κλιματικά ουδέτερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Η συνύπαρξη πόλης και καύσης- χωρίς εκπτώσεις στην ασφάλεια πολιτών και επισκεπτών – είναι πλέον εφικτή χάρη στην σύγχρονη τεχνολογία».

Στο παράδειγμα της Λιουμπλιάνα αναφέρθηκε η Petra Stušek, διευθύνουσα σύμβουλος του Τουριστικού Συμβουλίου της πόλης. «Η Λιουμπλιάνα ήταν κάποτε ένα κρυμμένο διαμάντι. Την τελευταία δεκαετία, όμως, έπαψε να είναι κρυμμένο. Παραμένει διαμάντι, ωστόσο το γεγονός ότι αποτελεί δημοφιλή προορισμό την έφερε αντιμέτωπη με ορισμένες προκλήσεις. Η στροφή σε ανανεώσιμες πηγές, η χρήση νέων τεχνολογικών καινοτομιών ώστε να διασπείρουμε τους επισκέπτες, το κλείσιμο του κέντρου της πόλης για τα αυτοκίνητα, η σχεδίαση μηχανισμών για μηδενικά απορρίμματα και η δημιουργία υποδομών ώστε η πόλη να είναι προσβάσιμη για όλους αποτελούν ενέργειες που μας βοηθούν να πετύχουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη. Και πάνω απ’ όλα, μας βοηθούν να έχουμε λιγότερο δυσαρεστημένους κατοίκους».

Ο Ted Papakostas, αρχαιολόγος, υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι «η παρουσίαση των πολιτιστικών πόρων με δημιουργικό τρόπο πρέπει να ενταχθεί στις προτεραιότητες μας στο πλαίσιο των δράσεων για την  ικανοποίηση των απαιτήσεων των σύγχρονων ταξιδιωτών οι οποίοι αναζητούν νέες εμπειρίες. Παράλληλα, ένας αρχαιολογικός χώρος με την αξιοποίηση των κατάλληλων επιστημονικών μεθόδων και εργαλείων της τεχνολογίας μπορεί να αυξήσει την επισκεψιμότητά του και να διευρύνει τόσο τις ομάδες ενδιαφέροντος, όσο και την ηλικιακή βάση αλληλοεπιδρώντας ιδιαίτερα με το νεανικό κοινό. Πρόκειται για μία διαδικασία διαρκής και συνεχή που μόνο οφέλη μπορεί να προσφέρει στο πλαίσιο της προσπάθειας για μεγαλύτερη διασύνδεση μεταξύ του τουριστικού τομέα και του πολιτισμού».