Της Στεφανίας Σούκη

Για σύνθλιψη της τουριστικής επιχειρηματικότητας, σφοδρότητα και παραλογισμό, ισοπέδωση της ανταγωνιστικότητας του τουρισμού και τελικά για αδυναμία προσέλκυσης νέων κεφαλαίων στον κλάδο κάνουν λόγο, με ομοβροντία ανακοινώσεων, οι τουριστικοί φορείς με αφορμή την πρόβλεψη του πολυνομοσχεδίου για κατάργηση της απαλλαγής των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, για τα οποία θα επιβάλλεται πλέον συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ με συντελεστή 0,1%.

Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, Συνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και τοπικές Ενώσεις Ξενοδόχων, επισημαίνουν ότι η αιφνιδιαστική αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, είναι άδικη, εσφαλμένη και θα έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο στην βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αλλά και στην ίδια την οικονομία και την απασχόληση.

“Με την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου επιβεβαιώνεται η αστείρευτη ευρηματικότητα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, όσον αφορά στη δημιουργία επιπροσθέτων επιβαρύνσεων και φόρων, που συνθλίβουν όχι μόνο την ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας. Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουμε την ίδια ευρηματικότητα και αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση πάταξης της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και την υλοποίηση των επιβεβλημένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την επανεκκίνηση της ανάπτυξης”, αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.

“Την στιγμή που με παρέμβαση του Πρωθυπουργού αποφεύχθηκε η άμεση επιβολή του φόρου διαμονής και μετατέθηκε η εφαρμογή του το 2018, με ελπίδες τελικά μη επιβολής του και με δεδομένη την νέα αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24%, «εφευρίσκεται» και η συμπληρωματική φορολόγηση των ακινήτων των επιχειρήσεων του τομέα διαμονής, δηλαδή των «εργαλείων δουλειάς τους», μέσω του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, με συντελεστή 0,1%. Αυτά προστίθενται σε σειρά άλλων φόρων σε προϊόντα και υπηρεσίες που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα το καλάθι του τουρίστα, εκτοξεύοντας το κόστος του τουριστικού πακέτου και ισοπεδώνοντας την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού”, αναφέρει ο ΣΕΤΕ.

Με τα νέα μέτρα που προωθούνται και σε συνδυασμό με τις επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν από το 2015, σε φορολογία, λειτουργικά κόστη, κόστος τουριστικού προϊόντος για την επιχείρηση και για τον πελάτη, καθώς και την παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας, η επόμενη διετία προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολη για τις τουριστικές επιχειρήσεις.
“Παράλληλα, με όλες αυτές τις νέες επιβαρύνσεις στο τουριστικό προϊόν, εξανεμίζονται και όποιες προσδοκίες προσέλκυσης ικανοποιητικού όγκου ξένων επενδύσεων, εκτός αν ως «ξένη επένδυση» θα νοείται η εξαγορά εξαντλημένων οικονομικά τουριστικών επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της φοροεπιδρομής θα είναι ολέθρια για την ελληνική επιχειρηματικότητα, η οποία πλέον οδηγείται στον αφανισμό, με χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας και ενδεχομένως αδυναμία επίτευξης των στόχων του μακροπρόθεσμου προγράμματος”.

Oπως επισημαίνεται, ακόμα και αν φέτος, τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τουρισμού διατηρηθούν, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και εξωγενών παραγόντων, σε επίπεδα με θετικό πρόσημο, είναι ξεκάθαρο ότι το τίμημα για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις θα είναι βαρύτατο.

Η επιστολή του ΞΕΕ στον Ε. Τσακαλώτο

Από την πλευρά του, το ΞΕΕ απέστειλε στον Υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο επιστολή, τονίζοντας ότι η λογική της απαλλαγής των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχείων από τον συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ, βασίζεται στο γεγονός ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω των εγκαταστάσεών τους, οι οποίες καθορίζονται από αυστηρές τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές που συνιστούν το ξενοδοχειακό προϊόν και επομένως όταν φορολογείται το ξενοδοχειακό ακίνητο στην πραγματικότητα επιβαρύνεται το κόστος παραγωγής.

Οι ξενοδόχοι αναφέρουν ότι η τοποθεσία του ξενοδοχείου, σε σύγκριση με τη βιομηχανία και τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ελκυστικότητας του προϊόντος που παρέχει το ξενοδοχείο και γι’ αυτό το λόγο η πλειονότητα των ξενοδοχείων είναι εγκατεστημένη σε αξιόλογες τοποθεσίες ή στα κέντρα των πόλεων. “Οι υψηλές όμως αντικειμενικές αξίες που ισχύουν σε αυτές τις περιοχές συνεπάγονται υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των ξενοδοχειακών ακινήτων και καταλήγουν να «τιμωρούν» την επιχείρηση γι’ αυτό που πρέπει από τη φύση της να παρέχει.

“Επιπλέον, όλοι οι χώροι των ξενοδοχειακών ακινήτων προορίζονται, σύμφωνα με την ξενοδοχειακή νομοθεσία, αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των πελατών τους με σαφή και προσδιορισμένη χρήση, που εγκρίνεται, εκτός από την πολεοδομία και από τις αρμόδιες υπηρεσίες τουρισμού, από τις οποίες και αδειοδοτείται, με συνέπεια να μην επιτρέπεται εκ του νόμου να χρησιμοποιηθούν οι χώροι αυτοί για άλλη δραστηριότητα πλην της ξενοδοχειακής. Αυτό σημαίνει ότι το ξενοδοχειακό ακίνητο δεν μπορεί ούτε να κατατμηθεί, ούτε να αυξομειώσει την επιφάνεια του και να την εκμεταλλευθεί στη βάση κάποιου άλλου εμπορικού σκοπού.

Η συνολική έκταση της επιφάνειας των ξενοδοχειακών κτιρίων και γηπέδων καθορίζεται με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου και τη δυναμικότητα, ώστε να περιλάβει όλο το εύρος των εγκαταστάσεων και υπηρεσιών που υποχρεούνται να παρέχουν στους πελάτες τους (π.χ. συνεδριακές αίθουσες, πισίνες, spa, γήπεδα βόλεϊ, τένις, γκολφ). Οι υπηρεσίες όμως αυτές δεν παράγουν πρόσθετο εισόδημα για την ξενοδοχειακή επιχείρηση, απλώς εμπλουτίζουν το ξενοδοχειακό της προϊόν και την καθιστούν πιο ανταγωνιστική, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη βιωσιμότητά της στις διεθνείς αγορές.

Το ξενοδοχειακό προϊόν ακολουθεί αυστηρά τους όρους λειτουργίας της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς και οι τιμές του διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό, ο οποίος ως γνωστόν, είναι εξαιρετικά έντονος, αφού πολλοί προορισμοί στη Μεσόγειο παρέχουν το αντίστοιχο προϊόν (ήλιος και θάλασσα) σε καλύτερες τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι τιμές των ξενοδοχειακών υπηρεσιών, πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό, να καθηλώνονται σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής και κάθε νέα φορολογική επιβάρυνση να συνιστά επιπλέον κόστος που δεν επιδέχεται απορρόφηση και τελικώς εμπόδιο στη διατήρηση της βιωσιμότητάς της επιχείρησης , αφού αυξάνει υπέρμετρα το μη λειτουργικό κόστος του ξενοδοχειακού προϊόντος”.

Οι ξενοδόχοι αναφέρουν ότι ο τουρισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εξαγώγιμη δραστηριότητα και να εντάσσεται στο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς των εξαγωγών.

“Οι Έλληνες ξενοδόχοι έχουν από αρχής της κρίσης επιτελέσει στο μέγιστο βαθμό το πατριωτικό τους καθήκον, στηρίζοντας την εθνική προσπάθεια για ανάκαμψη. Όμως, με την ιδιότητα του θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας για θέματα ξενοδοχίας, είμεθα υποχρεωμένοι να σας επισημάνουμε ότι πλέον αδυνατούν ειλικρινώς να ανταπεξέλθουν στη νέα φορολογική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με το παρόν νομοσχέδιο και καταδικάζονται σε μαρασμό και λουκέτα, συμπαρασύροντας δυστυχώς το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.

Προς τούτο, ζητούμε μετ’ επιτάσεως την προσωπική σας παρέμβαση για την άμεση απόσυρση της εν λόγω διάταξης έστω και την ύστατη στιγμή”, καταλήγει η επιστολή.

Η ΠΟΞ

Σκληρή γλώσσα χρησιμοποιεί και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων: “Άναυδος είναι σήμερα ο ξενοδοχειακός Κλάδος από τη σφοδρότητα και τον παραλογισμό που χαρακτηρίζει την καταιγίδα φορολογικών μέτρων”, αναφέρει η ΠΟΞ, προσθέτοντας ότι οι συντάκτες των μέτρων …υπερέβαλαν εαυτόν. “Πρόκειται για ρύθμιση που εκτελεί εν ψυχρώ τις χιλιάδες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας – μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους – τινάζει στον αέρα την ήδη βεβαρημένη οικονομική τους θέση και σε συνδυασμό με το σύνολο των πρόσθετων φόρων και επιβαρύνσεων που τις καταπλακώνουν, θα έχει ολέθριες συνέπειες.

Η κατάργηση αυτής της απαλλαγής στον ΕΝΦΙΑ και η επιβολή συντελεστή 0,1%, όχι απλώς θα διαψεύσει κάθε προσδοκία πρόσθετων εσόδων για το κράτος, αλλά θα αποδειχθεί πολλαπλά επιζήμια, καθώς, πέραν κάθε αμφιβολίας, θα οδηγήσει ουσιαστικά στην κατάρρευση του κύριου ιστού της ελληνικής ξενοδοχίας και κατά προέκταση της ραχοκοκαλιάς του Τουρισμού.

Η ΠΟΞ καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει τη ρύθμιση αυτή και τους Βουλευτές όλων των κομμάτων, να αναδείξουν και να υπογραμμίσουν τις επιπτώσεις που θα έχει στον Τουρισμό και στην εθνική οικονομία.