«Είμαστε αυτή τη στιγμή σε διαπραγματεύσεις για περίπου 20 μονάδες ανά την Ελλάδα και σχεδιάζουμε να έχουμε 8-10 ξενοδοχεία κάτω από την ομπρέλα διαφορετικών brands της Accor στον ορίζοντα της επόμενης διετίας. Η Ελλάδα είναι πλέον στις προτεραιότητές μας και έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει μπροστά πολύς δρόμος για ανάπτυξη σε όλες τις κατηγορίες των ξενοδοχείων, από τα πολυτελή μέχρι τα μεσαίας κατηγορίας και τα πιο οικονομικά brands του ομίλου».

Η δήλωση ανήκει στον κ. Πατρίκ Μεντές, διευθύνοντα σύμβουλο για την περιοχή της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής (ENA) του ξενοδοχειακού κολοσσού της Accor, για τα brands του ομίλου που ανήκουν στην premium, στη μεσαία και την πιο προσιτή κατηγορία. Ενός ομίλου, με πάνω από 5 δισ. ευρώ έσοδα το 2023, ένα διεθνές χαρτοφυλάκιο κοντά στα 822.000 δωμάτια σε 5.600 ξενοδοχεία, έχοντας ήδη δρομολογήσει επιπλέον 1.315 νέες μονάδες που θα ενταχθούν κάτω από την ομπρέλα του στο αμέσως προσεχές διάστημα, δυναμικότητας άνω των 225.000 δωματίων.

«Εστω κι αν ο όμιλος το 2023 άνοιγε σχεδόν ένα ξενοδοχείο την ημέρα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη συνέντευξή του στο «business stories» ο κ. Μεντές, «εντούτοις η παρουσία του στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές είναι σαφώς πιο περιορισμένη, γι’ αυτό και πλέον η ελληνική αγορά εντάσσεται για εμάς στις αγορές-κλειδί για περαιτέρω ανάπτυξη». Συνολικά σε Ευρώπη και Βόρεια Αφρική, η Accor έχει στο χαρτοφυλάκιό της κοντά στα 3.000 ξενοδοχεία, σε πάνω από 40 χώρες με 15 brands, εκ των οποίων το 57% είναι μέσω franchise, το 41% υπό διαχείριση και 2% στην ιδιοκτησία της, ενώ έχει δρομολογήσει επιπλέον πάνω από 350 νέες μονάδες με πάνω από 45.000 δωμάτια στην περιοχή.

Η παρουσία του ομίλου

Σήμερα στη χώρα μας η Accor έχει συνδέσει το όνομα κορυφαίων και πολύ δημοφιλών brands της -όπως τα MGallery, Sofitel, Angsana, Novotel, Mercure, Ibis– με συνολικά 8 ξενοδοχεία, δυναμικότητας 1.600 δωματίων σε τρεις από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της χώρας. Αθήνα, Κρήτη και Κέρκυρα είναι οι προορισμοί όπου ήδη έχει παρουσία ο όμιλος, ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Μεντές, «ακολουθούν και νέα, ήδη προγραμματισμένα ανοίγματα τα οποία για τη διετία 2024-2025 αντιστοιχούν σε 8-10 ξενοδοχεία, ενώ κάποιες από τις μονάδες κάτω από την “ομπρέλα’’ του ομίλου θα έχουν ανοίξει ακόμη και μέχρι τον Σεπτέμβριο. Μεταξύ των προορισμών όπου έχουμε ήδη συμφωνήσει για περαιτέρω ανάπτυξη είναι η Αθήνα, η Κρήτη, αλλά και λιγότερο πολυσύχναστοι όπως η Πάτμος, ενώ είμαστε σε συνεχείς επαφές με Ελληνες ξενοδόχους και ιδιοκτήτες μονάδων σε όλη την Ελλάδα. Στην παρούσα φάση πραγματοποιούμε 20 διαφορετικές διαπραγματεύσεις, από τις οποίες, όπως συμβαίνει συνήθως, ένα 40% καταλήγει σε οριστικές συμφωνίες».

Ειδικά για την ελληνική πρωτεύουσα, το σχόλιο του CEO της Accor είναι ότι «αποτελεί πόλη-κλειδί για την περαιτέρω ανάπτυξη του ομίλου όπου θέλει να έχει ηγετική παρουσία, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Στο πλαίσιο αυτό βλέπουμε μπροστά νέες ευκαιρίες για τα brands-ναυαρχίδες της Accor με διεθνή αναγνωρισιμότητα όπως τα Pullman στην premium κατηγορία, Novotel στη μεσαία κατηγορία και ibis στην πιο οικονομική επιλογή, χωρίς να ξεχνάμε και τα brands που διευκολύνουν τη μετατροπή υφιστάμενων μονάδων και επιτρέπουν στους ξενοδόχους να συμμετέχουν στο δίκτυο εύκολα και αποτελεσματικά, όπως τα Mercure, Mövenpick και Handwritten Collection. Συνολικά για την Ελλάδα η Accor σκοπεύει να ενισχύσει το αποτύπωμά της στη χώρα μέσα από τις συνεργασίες με Ελληνες ξενοδόχους, με έμφαση σε νέες ευκαιρίες τόσο στην ελληνική πρωτεύουσα αλλά και στην Περιφέρεια, είτε πρόκειται για δημοφιλείς είτε για λιγότερο προβεβλημένες περιοχές. Βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και νέες εμπειρίες και πρότυπα στον τομέα της ελληνικής φιλοξενίας είναι στο επίκεντρο της ανάπτυξης του ομίλου στην ελληνική αγορά, η οποία μάλιστα πέρυσι παρουσίασε υψηλές επιδόσεις», όπως αναφέρει ο κ. Μεντές.

Σημειωτέον ότι για το 2023 τα 8 ξενοδοχεία που λειτουργούν κάτω από τα brands του ομίλου στη χώρα μας κινήθηκαν με διψήφιους ρυθμούς αύξησης, ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο, με αύξηση των εσόδων στα δωμάτια κατά 19,6% σε σύγκριση με το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης της μέσης τιμής. Σχεδόν 7 στους 10 επισκέπτες ήταν ταξιδιώτες αναψυχής, ωστόσο πέρυσι υπήρξε και σημαντική αύξηση κατά 34% στον τομέα των επαγγελματικών ταξιδιών, τα οποία επιστρέφουν μετά την πανδημία. Τα ξενοδοχεία κάτω από τα brands της Accor στην Ελλάδα υποδέχτηκαν κυρίως Ευρωπαίους επισκέπτες -συνεχίζοντας την τάση που επιβεβαιώνει τη δημοτικότητα των αλυσίδων του ομίλου στην ευρύτερη περιοχή- με πολύ αυξημένη τη ζήτηση από την ανατολική Ευρώπη και την Ιβηρική Χερσόνησο. Ωστόσο, το 2023, το χαρτοφυλάκιο του ομίλου στην Ελλάδα κατέγραψε επίσης ισχυρή αύξηση της ζήτησης από Αμερικανούς αλλά και Κινέζους ταξιδιώτες, δύο μακρινές αγορές από τις οποίες η μεν πρώτη είναι από τις πλέον δυναμικές και στο τοπ 5 των αγορών εισερχόμενου τουρισμού για τη χώρα μας, ενώ η δεύτερη δείχνει ότι θα ανακάμψει φέτος σε επίπεδα πάνω και από αυτά προ πανδημίας.

Περαιτέρω ανάπτυξη

«Ως προς την περαιτέρω επέκταση στην ελληνική αγορά κινούμαστε σε δύο διαφορετικούς πυλώνες: Ο πρώτος πυλώνας αφορά υφιστάμενες μονάδες, οι ιδιοκτήτες των οποίων θέλουν να τις μετατρέψουν σε σύγχρονα ξενοδοχειακά καταλύματα κάτω από μία διεθνή αλυσίδα. Η Ελλάδα έχει αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, αφού ένα υψηλό ποσοστό μεταξύ 80%-90% είναι ξενοδοχεία με πιο οικογενειακό χαρακτήρα, όπως αντίστοιχα συνέβαινε και πριν από κάποια χρόνια στην Ιταλία. Βλέπουμε αυτή την περίοδο ότι οι ιδιοκτήτες είναι σαφώς πιο ανοιχτοί στο να αναπτύξουν συνεργασίες με ξένα brands και να μπουν κάτω από μία διεθνή “ομπρέλα’’, γεγονός το οποίο οφείλεται και στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στην αγορά λόγω και της τεχνολογίας: Πλέον ένα 60% των κρατήσεων γίνεται online και η ένταξη κάτω από ένα διεθνές brand, με ένα πρόγραμμα πιστότητας και ένα ευρύ κανάλι διανομής και κρατήσεων, βοηθά ένα ξενοδοχείο να αυξήσει την πελατειακή του βάση.

Ενας δεύτερος πυλώνας για περαιτέρω ανάπτυξη στην ελληνική αγορά είναι για projects που μπορεί να ξεκινούν από την αρχή (greenfield). Πλέον είναι ολοένα και μεγαλύτερος ο αριθμός των funds σε όλη την Ευρώπη που επενδύουν στο real estate των ξενοδοχείων, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν. Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάζουμε τέτοιου είδους επενδύσεις σε συνεργασία και με ξένα funds στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για κάποια πολύ καλά resorts -τα οποία θεωρούμε ότι λείπουν αυτή τη στιγμή από την ελληνική αγορά- είτε ακόμη και για ξενοδοχεία στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης για επαγγελματικό τουρισμό που επίσης λείπουν ή ακόμη και πιο περιφερειακά. Γενικότερα, προσπαθούμε να αναπτυχθούμε με όλες τις επιμέρους κατηγορίες ξενοδοχείων – μας ενδιαφέρει και το κομμάτι των μεσαίων και πιο οικονομικών resorts, γιατί είναι ένας καλός τρόπος να φέρουμε και άλλα brands πιο οικονομικά στην Ελλάδα».

Στο πλαίσιο αυτό, το όνομα του ομίλου έχει ενεργό συμμετοχή στη νέα επένδυση στρατηγικού χαρακτήρα άνω των 180 εκατ. ευρώ με πολυτελείς βίλες και «επώνυμες» κατοικίες που προωθείται στη Δυτική Ελλάδα για το «Varco Bay Resort», όπου με βάση τις ανακοινώσεις ο όμιλος θα βάλει την υπογραφή του μέσω του brand της Banyan Tree.

Αντίστοιχα, τα πολυτελή brands Raffles και Fairmont έχουν ακουστεί για μία ακόμη εγκεκριμένη ως στρατηγική επένδυση σε Σύνθετο Τουριστικό Κατάλυμα αρχικού προϋπολογισμού άνω των 103 εκατ. ευρώ στη Μύκονο, όπου είναι γνωστή η συζήτηση που γίνεται το τελευταίο διάστημα περί φέρουσας ικανότητας του νησιού, τόσο από πλευράς υποδομών όσο και στο κομμάτι της νέας δόμησης: «Είμαστε πολύ προσεκτικοί και μας ενδιαφέρει πλέον η ποιότητα και όχι τόσο η ποσότητα», απαντά ο κ. Μεντές κληθείς να σχολιάσει το «άνοιγμα» στον νούμερο 1 premium προορισμό των Κυκλάδων. «Εξετάζουμε στον μέγιστο βαθμό το ισοζύγιο της επιβάρυνσης σε έναν προορισμό, την επένδυση αυτή καθαυτή και τα κριτήρια βιωσιμότητας και αειφορίας, αλλά και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει ένα νέο project σε έναν προορισμό, γιατί θέλουμε να είμαστε στην πρωτοπορία της Ευρώπης όσον αφορά τα βιώσιμα projects».

Η νέα σεζόν, οι Ολυμπιακοί και μία… πρόταση

Στο ερώτημα πώς θα κινηθεί η φετινή σεζόν γενικότερα στην Ευρώπη, ο κ. Μεντές εκτιμά ότι «ναι μεν το 2023 ήταν μία χρονιά πολύ υψηλή σε επιδόσεις, ωστόσο θεωρούμε ότι φέτος υπάρχουν τα περιθώρια για περαιτέρω αύξηση, μεταξύ 6%-9%, για την ευρωπαϊκή αγορά. Ας μην ξεχνάμε ότι φέτος έχουμε και τους Ολυμπιακούς στο ΠαρίσιAccor έχει τον ρόλο του “premium partner’’- και ήδη έχουμε δεχθεί πολλά αιτήματα από ταξιδιώτες σε μακρινούς προορισμούς που θέλουν να μείνουν 3-4 ημέρες στο Παρίσι και μετά να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Αλλά ακόμη κι αν δεν υπήρχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η φετινή παραμένει μία πολύ καλή συγκυρία για τον τουρισμό στην Ευρώπη, γιατί το κοινό συνεχίζει να θέλει να ταξιδεύει, μία τάση που ήταν παραπάνω από εμφανής μετά την πανδημία και συνεχίζει και τώρα. Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένες και οι προκλήσεις που έχουν να κάνουν με το αυξημένο κόστος λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και τον αντίκτυπο στα εισοδήματα των Ευρωπαίων, ωστόσο, επί του παρόντος, δεν βλέπουμε ανησυχητικά μηνύματα. Επιπλέον, παρατηρούμε κι έναν μεγάλο αριθμό τουριστών από μακρινές αγορές που επιστρέφουν φέτος στην Ευρώπη, όπως οι Ινδοί, οι Κινέζοι που επιλέγουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τη Ρώμη, το Παρίσι κ.λπ.».

Για την Ελλάδα ο κ. Μεντές δηλώνει ότι βλέπει και μια… κρυμμένη ευκαιρία, πέρα από τον τουρισμό αναψυχής, όπου ούτως ή άλλως είναι πολύ δυνατή η χώρα μας. «Αν πρέπει να κάνω μία πρόταση -την οποία ανέφερα προ ημερών και στην πρόσφατη συνάντησή μου με την υπουργό Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη– είναι να αναπτυχθεί η χώρα όχι μόνο στο κομμάτι της αναψυχής, αλλά και στο κομμάτι του επαγγελματικού τουρισμού και των συνεδρίων, εφόσον φυσικά δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές – για παράδειγμα, με ένα μεγάλο συνεδριακό στην Αθήνα.

Η χώρα προσελκύει αυτή τη στιγμή πολλές ξένες αλυσίδες και αν καταφέρει να συνδυάσει το λεγόμενο “bleisure’’, δουλειά με ελεύθερο χρόνο (business και leisure), θα έχει μία πρώτης τάξης ευκαιρία να επιμηκύνει τη σεζόν. Προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης της εποχικότητας μπορεί να συνδράμει και η νέα τάση του κοινού να ταξιδεύει εκτός υψηλής σεζόν, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη της Accor σε 8.000 ταξιδιώτες 7 ευρωπαϊκών χωρών τον Φεβρουάριο: Ενας στους 3 Ευρωπαίους (σ.σ.: η βασική δεξαμενή εισερχόμενου τουρισμού για την Ελλάδα), ή αλλιώς ποσοστό 32%, δηλώνει ότι θα επιδιώξει σκοπίμως να κάνει διακοπές εκτός της υψηλής σεζόν για να μειώσει τα κόστη του, ενώ 1 στους 5 (19%) σκοπεύει να πράξει αντίστοιχα προκειμένου να αποφύγει τα κύματα καύσωνα, όπως συνέβη πέρυσι στη νότια Ευρώπη».

Διαβάστε ακόμη

iDNA Genomics: Η συμπόρευση με τη ΒΙΑΝΕΞ και το σχέδιο για εισαγωγή στον Nasdaq (pics + γραφήματα)

Πότε και σε ποιους η εφορία θα «κλειδώνει» τον ΑΦΜ

Πάσχα 2024: Επάρκεια αγαθών στην αγορά – Πού κυμαίνονται οι τιμές (vid)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ