του Αλέξανδρου Κασιμάτη

Η πολιτική αβεβαιότητα και η μη επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια 25 δισ. ευρώ από δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια. Η παρατεινόμενη κρίση παρέσυρε τις τραπεζικές μετοχές απαξιώνοντας κατά κύριο λόγο το χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου, το οποίο έχει και τα μεγαλύτερα πακέτα μετοχών στις τράπεζες μετά την ανακεφαλαιοποίηση. Η αδυναμία της χώρας να προχωρήσει τους τελευταίους μήνες με αποφασιστικότητα στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις εγκλώβισε τις μετοχές των τραπεζών σε μια καθοδική δίνη.

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διέθετε χαρτοφυλάκιο αξίας περίπου 24,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, σήμερα η αξία του ίδιου χαρτοφυλακίου ανέρχεται περίπου στα 8 δισ. ευρώ. Δηλαδή περίπου 16,5 δισ., που ήταν περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, εξαϋλώθηκαν από τη δραματική πτώση στις τιμές των μετοχών.

Φυσικά μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι πρόκειται για λογιστική ζημία και ότι το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να περιμένει για να εκποιήσει στο μέλλον τις συγκεκριμένες μετοχές, ελπίζοντας σε καλύτερες συνθήκες ώστε να επιτύχει υψηλότερες -από τις τρέχουσες- τιμές. Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει, αλλά η μεγάλη υποχώρηση των τραπεζικών μετοχών αντανακλά την ευρύτερη επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών.

Κάποια στιγμή στο μέλλον προφανώς και θα ανακάμψουν οι τραπεζικές μετοχές, αλλά οι τρέχουσες χαμηλές αποτιμήσεις ενσωματώνουν τη νέα γενιά κόκκινων δανείων, την εκροή καταθέσεων περίπου 25-26 δισ. ευρώ, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που πυροδοτούν τα σχέδια της ΕΚΤ για την αναβαλλόμενη φορολογία κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ανάκαμψη θα πρέπει να βασιστεί στο επενδυτικό ενδιαφέρον ιδιωτών και μεγάλων funds.

Οι ιδιώτες, Ελληνες και ξένοι, συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών εισφέροντας κεφάλαια περίπου 11 δισ. ευρώ. Από αυτά η συντριπτική πλειοψηφία -περίπου 8,5 δισ. ευρώ- προήλθε από ξένα funds.

Σήμερα εκτιμάται ότι η αξία των 11 δισ. που επενδύθηκαν από ιδιώτες στις ελληνικές τράπεζες έχει συρρικνωθεί σε ένα ποσό της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ. Οι εκτεταμένες απώλειες των επενδύσεων στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών αποτυπώθηκαν και στις αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων, καθώς τα ξένα funds ήταν υποχρεωμένα να το πράξουν με το τέλος του 2014. Ούτως ή άλλως, οι μεγάλες διακυμάνσεις στις τραπεζικές μετοχές καθιστούν ιδιαίτερα επιφυλακτικούς τους ξένους επενδυτές, αφού οι περαιτέρω εξελίξεις εξαρτώνται από πολιτικά γεγονότα.

Αλλωστε λόγω της αρνητικής συγκυρίας, σειρά μεγάλων επενδυτικών οίκων, όπως οι Barclays, Goldman Sachs, HSBC, Morgan Stanley, JP Morgan κ.ά., προχώρησαν πρόσφατα σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους ή και σε μείωση των τιμών-στόχων για τις τραπεζικές μετοχές. Αλλωστε μια ανάκαμψη των τιμών, π.χ. στα επίπεδα που έγιναν οι τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου, θα απαιτήσει αναστροφή και των γενικότερων συνθηκών στην οικονομία. Ούτως η άλλως, είναι αναγκαίο να υπάρξει πρόοδος για να αναβαθμίσουν και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης τις εκτιμήσεις τους.

Υποβάθμιση από τον Fitch
Την περασμένη εβδομάδα ο Fitch προχώρησε σε υποβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της χώρας σε συνέχεια απόφασης για την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Oι νέες αξιολογήσεις της Εθνική Τράπεζας, της Τράπεζας Πειραιώς, της Eurobank και της Αlpha Bank διαμορφώνονται σε «CCC» από «B-» προηγουμένως.