search icon

Τράπεζες

Παπακωνσταντίνου (ΤτΕ): «Οι συστημικές αντιπροσωπεύουν το 95% της αγοράς – Δεν υπάρχουν περιθώρια συγκέντρωσης»

Σύμφωνα με την κυρία Παπακωνσταντίνου, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία εξέλιξη με εξαιρετικά δραματικές συνέπειες για την ίδια την χώρα και για τον πληθυσμό της

Στον μεγάλο ανταγωνισμό που υφίστανται οι παραδοσιακές τράπεζες, τόσο από τις πλήρως ψηφιακές τράπεζες, όσο και από επιχειρηματικούς κολοσσούς, εστίασε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κυρία Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο του 2ου FIN FORUM, με τίτλο «Transformation, M&A’s and new business opportunities».

«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει την ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό και έχουν εντείνει τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέποντας και στο μέλλον, αυτή η διεθνής τάση θα τις δημιουργήσει ακόμη περισσότερα κίνητρα, για να αναπτύξουν στρατηγικές ανάπτυξης ψηφιακών προιόντων», σημείωσε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Υπάρχει ήδη ένα πολύ υψηλό ποσοστό συγκέντρωσης στην ελληνική εγχώρια αγορά, οι συστημικές αντιπροσωπεύουν το 95% του συνόλου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο περαιτέρω συγκέντρωσης για αυτές. Τουναντίον, δεν μπορεί να το αποκλείσει κάποιος για τις μη συστημικές».

Σύμφωνα με την κυρία Παπακωνσταντίνου, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία εξέλιξη με εξαιρετικά δραματικές συνέπειες για την ίδια την χώρα και για τον πληθυσμό της. Από εκεί και πέρα, οι συνέπειες για την υπόλοιπη ήπειρο και κατ’ επέκταση για την οικονομία των χωρών της ΕΕ χαρακτηρίζονται από ένα στοιχείο έντονης αβεβαιότητας. «Αυτή τη στιγμή οι εξελίξεις είναι διαρκείς, συνεχείς, τα δεδομένα αλλάζουν, είμαστε στην 7η ημέρα της εισβολής, τα πράγματα εξελίσσονται με ρυθμό, τον οποίο δεν μπορούμε πάντα να καθορίσουμε.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ΕΕ αντέδρασε με τρόπο αρκετά ταχύ για τα δεδομένα της και με μεγάλη ένταση, όσον αφορά στη λήψη κυρώσεων έναντι της Ρωσίας, αναλαμβάνοντας και το κόστος των συνεπειών αυτών των κυρώσεων στην ίδια την ΕΕ. Οι οικονομικές επιπτώσεις, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για εμάς, είναι δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια. Είναι βέβαιο ότι και στα θέματα των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και του εμπορίου και στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα υπάρξουν επιπτώσεις, αλλά κάθε πρόβλεψη έχει ρευστή βάση. Παρακολουθούμε καθημερινά το πώς θα εξελίσσεται η κατάσταση», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά στις τράπεζες, η ίδια παραδέχθηκε πως έχει σημειωθεί πολύ μεγάλη πρόοδος τα τελευταία χρόνια, με πολύ συνειδητές επιλογές από μέρους τους για τη μείωση του αριθμού των «κόκκινων» δανείων. «Ήδη δύο εκ των τεσσάρων συστημικών Ομίλων έχουν καταφέρει να έχουν μειώσει δραστικά – σε μονοψήφιο αριθμό – τα ‘κόκκινα’ δάνεια, άλλες δύο ακολουθούν, άρα, σε σχέση με το ιστορικό υψηλό που ήμασταν το 2016, στα 45%, η μείωση στα τέλη του 2021 ήταν γύρω στο 13%.

Εξακολουθούμε και υπολειπόμεθα έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δηλαδή, των ανταγωνίστριων τραπεζών και θα πρέπει να συνεχιστεί η υλοποίηση αυτών των στρατηγικών της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και της απορρόφησης του κόστους, χωρίς να ξεχνάμε ότι η μεταφορά εκτός των ισολογισμών των τραπεζών δεν τα εξαφανίζει. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει η χρήση των πόρων, ώστε να κατευθυνθούν σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες», πρόσθεσε.

Τέλος, αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης η υποδιοικήτρια της ΤτΕ σημείωσε πως οι προσδοκίες είναι μεγάλες ακριβώς γιατί μεγάλα είναι και τα ποσά. «Μιλάμε για μία συνολική ενίσχυση της χώρας 33 δισ. ευρώ – 13 δισ. ευρώ από δάνεια και 20 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις – ενώ εάν συνυπολογίσουμε και τα 30 δισ. ευρώ που θα έρθουν από την μόχλευση κεφαλαίων, πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό που θα εισρεύσει στη χώρα. Συνοδεύεται δε και από δράσεις με πολύ συγκεκριμένη έμφαση σε τομείς που θα βοηθήσουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Επομένως, δεν είναι μόνον οι επενδύσεις, αλλά και όλα όσα θα φέρει η χρήση των πόρων του Ταμείου». Ειδικά τα δάνεια είναι χαμηλότοκα και θα προσφερθούν στις επιχειρήσεις με πολύ ευνοϊκούς όρους και με μεγάλο ποσοστό χρηματοδότησης από το Δημόσιο.

«Επειδή πολλά από τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης σχετίζονται με σημαντικά έργα υποδομών υπάρχει περισσότερη ευκολία στις μεγάλες επιχειρήσεις να ανταποκριθούν. Υπάρχουν, ωστόσο, χρηματοδοτικά εργαλεία μέσα από το Ταμείο, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις», κατέληξε.

Διαβάστε ακόμα:

ΤτΕ: Αύξηση ενεργητικού και τεχνικών προβλέψεων των ασφαλιστικών εταιριών το δ΄ τρίμηνο 2021

Χρηματιστήριο Αθηνών: Προσπάθεια να ελέγξει τις απώλειες, μετά την αρχική «βουτιά»

Κομισιόν: Επιβεβαιώνει την αναστολή στους δημοσιονομικούς κανόνες για το 2022 – «Παγώνει» την απόφαση για το 2023

Exit mobile version