Στη θετική ανταπόκριση που λαμβάνει το σχέδιο δημιουργίας bad banks, τόσο από τον SSM, όσο και από την Κομισιόν, αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας τις ευεργετικές επιπτώσεις που θα έχει στην επενδυσιμότητα των ελληνικών τραπεζών.

«Δεν διανοούμαι ότι μπορούμε να μείνουμε έξω από ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο εταιρειών διαχείρισης ενεργητικού», σχολίασε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE), από κοινού με το Ίδρυμα Konrad-Adenauer-Stiftung (KAS) σε Ελλάδα και Κύπρο, με θέμα «Χρηματοδότηση, ιδιωτικό χρέος και επανεκκίνηση της οικονομίας», προσθέτοντας ότι στη… μάχη ενάντια στα «κόκκινα» δάνεια χρειάζονται όλα τα «όπλα», άρα και ο «Ηρακλής».

Σύμφωνα με τον ίδιο, παρά το γεγονός ότι η ρευστότητα των τραπεζών είναι πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα – αυξήθηκε κατά περίπου 40 δισ. ευρώ – ένα μικρό ποσοστό έχει καταλήξει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

«Στις μεγάλες επιχειρήσεις υπάρχει μεγάλη πιστωτική επέκταση, της τάξεως του 9%, στις πολλές, όμως, μικρομεσαίες μόλις 1,9%, ενώ στα νοικοκυριά είναι αρνητική. Άρα, όλη αυτή η ρευστότητα έχει πάει κυρίως σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, σε καταθέσεις στην ΤτΕ και, βεβαίως, βλέπουμε μία μεγάλη μείωση στον διατραπεζικό δανεισμό. Εν ολίγοις, οι τράπεζες επιχορηγούνται για να δανείζονται», τόνισε και συνέχισε: «Είναι ζητούμενο πως θα συμβάλλουμε στην πιστωτική επέκταση προς τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον με εμπροσθοβαρή μείωση των ‘κόκκινων’ δανείων και μείωση της χαμηλής ποιότητας κεφαλαίων στο σύνολο, ήτοι της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης».

Αναφερόμενος στην υγειονομική κρίση, ο διοικητής της ΤτΕ σχολίασε «Μήτηρ πάντων πανδημία», παραφράζοντας τον Ηράκλειτο, κάνοντας λόγο για μία διαφορετική επόμενη ημέρα.

«Θα έχουμε ανακατάταξη κλάδων, η ψηφιοποίηση έχει μπει στη ζωή μας, επηρεάζει μη συμμετρικά τις οικονομίες, ανάλογα με την κλαδική διάρθρωση που έχει η καθεμία. Η Ελλάδα επειδή ήταν κατεξοχήν οικονομία υπηρεσιών εθίγη αρκετά πάνω από τον μέσο όρο, αλλά δεν ήταν από τις πλέον θιγόμενες οικονομίες στην ευρωζώνη σε αντίθεση με ό, τι πίστευαν αρκετοί λόγω έκθεσης στον τουρισμό. Αποδείχθηκε ότι είμαστε λίγο χειρότερα από τον μέσο όρο», εξήγησε και πρόσθεσε: «Η πανδημία συνέβη αμέσως μετά την προηγούμενη κρίση. Οι τράπεζες είναι η προτελευταία – πριν το Δημόσιο – άμυνα. Στόχος όλων των εμπλεκόμενων μερών είναι να ληφθούν μέτρα με κοινή δράση, μέτρα ‘γέφυρα’, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανές όσες επιχειρήσεις ήταν ζωντανές πριν την υγειονομική κρίση και να μην υποστεί ο παραγωγικός ιστός μόνιμη ζημιά. Το θετικό νέο είναι ότι πλέον υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια, η μεγάλη πρόκληση εντοπίζεται στα logistics, πως, δηλαδή, θα μπορέσουν αυτά να φτάσουν στον πληθυσμό τους αμέσως επόμενους μήνες».

Όπως σημείωσε, η ελληνική οικονομία είναι κατεξοχήν τραπεζοκεντρική. Εάν, δηλαδή, απαιτούνται 100 μονάδες χρηματοδότησης από αυτές στην Αμερική το μισό αντλείται από τις κεφαλαιαγορές και το άλλο μισό από τις τράπεζες. Στην Ευρώπη χονδρικά το 75% από τις τράπεζες και στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 95%. Άρα, λοιπόν, οι τράπεζες παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην χρηματοδότηση και στην οικονομική ανάπτυξη.

«Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει ακόμη προκλήσεις, παρά την τεράστια πρόοδο που έχει κάνει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπου υπάρχει μία πολύ μεγάλη μείωση, τον Μάρτιο του 2016 ήταν 106 δισ. ευρώ, ενώ τώρα στα 59 δισ. ευρώ με στοιχεία του Σεπτεμβρίου του 2020. Βεβαίως, ο δείκτης είναι στο 36% έναντι 2,9% στην ευρωζώνη», ανέφερε και πρόσθεσε: «Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας κινείται γύρω στο 16%, υψηλότερος των εποπτικών ορίων, αλλά αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά τα αμέσως επόμενα χρόνια εξαιτίας αφενός, του διεθνούς προτύπου χρηματοοικονομικής πληροφόρησης 9 και αφετέρου, του κόστους υλοποίησης της στρατηγικής μείωσης των ‘κόκκινων’ δανείων. Παράλληλα, υπάρχει μία στρεβλή διάρθρωση των εποπτικών κεφαλαίων, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση να είναι το 55% των κεφαλαίων, ενώ παρατηρείται και αναιμική κερδοφορία λόγω του κόστους πιστωτικού κινδύνου που είναι περίπου 190 μονάδες βάσης».

Το νέο πρόβλημα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα γεννηθούν από την πανδημία. «Γύρω στα 25 δισ. ευρώ αξία δανείων είναι σε μορατόρια, χωρίς ορατότητα τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα. Εκτίμησή μας είναι στο ήδη υπάρχον στοκ θα προστεθούν γύρω στα οκτώ με 10 δισ. ευρώ.
Οι τράπεζες πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο την επόμενη ημέρα. Πρέπει να μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία. Η Ευρώπη συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά, υπάρχει κοινή νομισματική και δημοσιονομική δράση, η ΕΚΤ ακολουθεί επεκτατική πολιτική επειδή ο πληθωρισμός είναι περίπου στο 0,3% όταν ο στόχος είναι 2%, ενώ υπάρχει το περίφημο μέσο της αναδιάρθρωσης και της ανάκαμψης. Ένας στόχος της τάξεως του 3,5% κατά μέσο όρο την επόμενη 10ετία δεν είναι παράλογος, αρκεί να ακολουθήσουμε μία οικονομική πολιτική που να βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις», κατέληξε.

Διαβάστε ακόμα:

Αντετοκούνμπο: Το νέο πρόσωπο της καμπάνιας κατά του κορωνοϊού

Επίδομα 400 ευρώ – ΟΑΕΔ: Τελική παράταση για τους μακροχόνια ανέργους

Geeta Gupta και Henrik Fisker: Το ζευγάρι δισεκατομμυριούχων που θέλει να κοντράρει την Tesla