Με το βλέμμα στραμμένο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η ηγεσία της οποίας απέφυγε να αποκλείσει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων εντός του 2022, βρίσκονται τα επιτελεία των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, «ζυγίζοντας» τις επιπτώσεις μίας τέτοιας κίνησης.

«Περιμένουμε τα δεδομένα και θα τα επανεξετάσουμε προσεκτικά τον Μάρτιο», τόνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε μετά την ανακοίνωση της απόφασης να παραμείνουν αμετάβλητα, τόσο το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης – στο 0,00% – όσο και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων – στο 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.

Η δήλωση αυτή προκάλεσε «σεισμό» στις αγορές, με τους αναλυτές, όπως μεταδίδει το Bloomberg, να αναμένουν μία σύσφιξη της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας κατά 50 μονάδες βάσης μέχρι τον Δεκέμβριο, «κάτι που θα οδηγήσει στον τερματισμό των αρνητικών επιτοκίων στην αποδοχή καταθέσεων μετά από επτά χρόνια».

«Πέρα από οφέλη οι τράπεζες είχαν και κόστη από τα χαμηλά επιτόκια και σε έναν μεγάλο βαθμό έχει ήδη προεξοφληθεί η αύξησή τους, υπάρχει, δηλαδή, μία σχετική προετοιμασία», σχολιάζει στο newmoney υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου συστημικού Ομίλου και συνεχίζει:

«Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ωστόσο, είναι πιθανό να διαφοροποιηθεί ελαφρώς και η στρατηγική των τραπεζών. Θεωρητικά, οι τράπεζες θα έπρεπε να επισπεύσουν τις όποιες αποφάσεις για έξοδο στις αγορές, επειδή, όμως, είναι κάτι που πιθανότατα να το σκέφτονται όλες δεν είναι αναγκαστικά και καλή ιδέα».

Υπενθυμίζεται πως σύσσωμο το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξετάζει τέτοιου είδους κινήσεις, καθώς θα το βοηθήσουν να πιάσει τους στόχους που έχει θέσει ο ευρωπαίος επόπτης για τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL).

Η Εθνική Τράπεζα, μάλιστα, ήταν εκείνη που, σύμφωνα με πληροφορίες, θα λάμβανε πρώτη τη «σκυτάλη» για το 2022, με τον προγραμματισμό, ωστόσο, να πηγαίνει πίσω εξαιτίας των… επιδόσεων της πρόσφατης έκδοσης του ελληνικού Δημοσίου, στην οποία το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 1,83%.

Όσον αφορά στους δανειολήπτες, το ίδιο στέλεχος σημειώνει πως όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια μίας ημέρας της ΕΚΤ, ο μηχανισμός της αγοράς «βοηθά» στη μετάδοση αυτής της αύξησης και στα πιο μακροχρόνια επιτόκια και εν συνεχεία, στο Euribor και άλλα επιτόκια αναφοράς, φτάνοντας κάποια στιγμή και στον δανειολήπτη μέσω του κόστους του δανεισμού των ίδιων των τραπεζών.

«Στην περίπτωση της Ελλάδας, πάντως, ο βασικός λόγος που κρατούσε τα επιτόκια υψηλότερα όλο το προηγούμενο διάστημα σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη δεν έχει να κάνει με το επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά με τον κίνδυνο χώρας που βάσει των επενδυτών οφειλόταν στα μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα.

Στο πλαίσιο αυτό, τόσο οι εγχώριες τράπεζες, όσο και το Δημόσιο, έπρεπε να πληρώσουν ένα premium για αυτά που δανείζονταν. Στον βαθμό, στον οποίο οι μακροοικονομικές συνθήκες βελτιώνονται αυτό το ποσό μειώνεται. Άρα, αυτό θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις όποιες μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ», τονίζει χαρακτηριστικά.

Την ίδια στιγμή, υπάρχει και το ζήτημα του πιστωτικού κινδύνου. Ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά προφανώς πληρώνουν μεγαλύτερο κόστος δανεισμού σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, διότι έχουν ένα πιστωτικό προφίλ λιγότερο ευνοϊκό γιατί είτε στο παρελθόν είχαν αθετήσει οικονομικές υποχρεώσεις – το NPE ratio τα προηγούμενα χρόνια ήταν τεράστιο – είτε δεν είχαν επαρκή εχέγγυα ή εμφάνιζαν ζημιογόνες χρήσεις.

«Αυτό, λοιπόν, δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το επιτόκιο παρέμβασης της ΕΚΤ, έχει να κάνει κυρίως με την λειτουργία της εγχώριας αγοράς», καταλήγει.

Διαβάστε ακόμη 

Wall Street: Ισχυρή άνοδος για τον Nasdaq με ώθηση από την Amazon

Πετρέλαιο: Πέρασε τα 93 δολάρια το αργό

Ερντογάν: Τουρκία και Ισραήλ μπορούν να μεταφέρουν φυσικό αέριο στην Ευρώπη