Στην υλοποίηση της προεκλογικής υπόσχεσης του προς την Wall Street, ήτοι την χαλάρωση των ρυθμιστικών κανόνων που είχαν επιβληθεί στους τραπεζικούς κολοσσούς μετά την κρίση του 2008, προχωρά ο Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Politico, νέα ηγεσία των ρυθμιστικών αρχών -που διορίστηκε από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο- βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση μιας πρότασης που θα μειώνει τις απαιτήσεις για το ελάχιστο κεφαλαιακό απόθεμα που πρέπει να διατηρούν οι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, ώστε να μπορούν να απορροφούν ζημιές και να παραμένουν φερέγγυες σε περιόδους οικονομικής πίεσης.

Το σχέδιο διαμορφώνεται σε συνεργασία με τη Federal Reserve, την Εποπτική Αρχή Νομισματικών Θεμάτων και την Ομοσπονδιακή Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) και σύμφωνα με δύο πηγές που γνωρίζουν τις διαβουλεύσεις, ενδέχεται να παρουσιαστεί τους επόμενους μήνες.

Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος συντονίζει την ατζέντα της κυβέρνησης σε θέματα χρηματοπιστωτικής ρύθμισης, δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων αποτελεί «ύψιστη προτεραιότητα» για τις ομοσπονδιακές εποπτικές αρχές. Όπως σημείωσε, αναμένει εξελίξεις «μέσα στο καλοκαίρι».

«Οι εκλογές του 2024 οδήγησαν στη μεγαλύτερη ανανέωση των ρυθμιστών του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ιστορία της χώρας και αυτό αρχίζει να αποδίδει καρπούς», εξηγεί ο Εντ Μιλς, αναλυτής πολιτικής της Ουάσινγκτον στην Raymond James. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μεγάλες τράπεζες είναι «ξανά στο τιμόνι».

Η επερχόμενη πρόταση ουσιαστικά θα αποτελέσει μια ακόμη πολιτική νίκη για τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος βρίσκεται υπό στενή εποπτεία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και έπειτα. Θα είναι δε, το πρώτο ουσιαστικό μέτρο τραπεζικής ρύθμισης που προωθούν όσοι διορίστηκαν στην ρυθμιστική αρχή από τον Τραμπ, με το επιχείρημα ότι θα ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη.

Το νέο σχέδιο σηματοδοτεί συνάμα μια σημαντική αλλαγή στρατηγικής σε σχέση με την γραμμή που είχαν υιοθετήσει οι ρυθμιστικές αρχές επί Τζο Μπάιντεν, οι οποίοι είχαν προτείνει ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση των μέτρων και αύξηση στο απαιτούμενο κεφαλαιακό απόθεμα των μεγάλων τραπεζών, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονη αντίδραση από τον κλάδο.

Η σκλήρυνση των μέτρων είχε κριθεί ως αναγκαία μετά το μίνι κραχ των περιφερειακών τραπεζών την άνοιξη του 2023, με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, που είχε συνταράξει τον αμερικανικό αλλά και παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο.

Πλέον, οι ρυθμιστικές αρχές αλλάζουν ρότα με σημείο-κλειδί τον λεγόμενο συμπληρωματικό δείκτη μόχλευσης (supplementary leverage ratio), ένα επιπρόσθετο όριο ασφαλείας που απαιτεί από τις τράπεζες να διατηρούν ελάχιστο κεφάλαιο ανάλογα με το συνολικό μέγεθος του ενεργητικού τους.

Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές υποστηρίζουν ότι ο συγκεκριμένος κανόνας περιορίζει την τραπεζική δραστηριότητα, ιδίως στον τομέα του κρατικού χρέους μέσω αγοράς και πώλησης αμερικανικών ομολόγων. Ο κανόνας απαιτεί από τις τράπεζες να διατηρούν το ίδιο επίπεδο κεφαλαίων για δάνεια υψηλού κινδύνου και για ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, όπως οι τίτλοι του Δημοσίου.

Ο Σκοτ Μπέσεντ και οι έτεροι υποστηρικτές των αλλαγών θεωρούν ότι η τροποποίηση του κανόνα θα ωφελήσει την αγορά κρατικών ομολόγων, επιτρέποντας στις τράπεζες να διακινούν περισσότερο χρέος. Οι αγορές ομολόγων έχουν παρουσιάσει αστάθεια το τελευταίο διάστημα εξαιτίας του εμπορικού πολέμου που έχει ξεκινήσει ο Λευκός Οίκος και των ανησυχιών για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.

«Προωθούμε τη μείωση ή και την κατάργηση του συμπληρωματικού δείκτη μόχλευσης, κάτι που θα επιτρέψει στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα κρατικά ομόλογα», δήλωσε ο Μπέσεντ σε ραδιοφωνική συνέντευξη την περασμένη εβδομάδα. «Αυτό θα μας βοηθήσει να πετύχουμε τον στόχο της μείωσης των επιτοκίων».

Υποστήριξε δε, ότι η χαλάρωση του μέτρου θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε πτώση των αποδόσεων των ομολόγων κατά 0,3 έως 0,6 ποσοστιαίες μονάδες!

Ο Τράβις Χιλ, προσωρινός πρόεδρος του FDIC, δήλωσε ότι αναμένει «σύντομα» μια κοινή πρόταση από τις εποπτικές αρχές. «Στόχος είναι να προσαρμοστεί το όριο ώστε να μην αποτελεί τόσο συχνά τον περιοριστικό παράγοντα για τις μεγάλες τράπεζες», εξήγησε.

Σημειωτέον πως προσπάθεια για τη χαλάρωση του δείκτη μόχλευσης είχε επιχειρηθεί και το 2018, αλλά δεν είχε ευοδωθεί λόγω διαφωνιών μεταξύ των εποπτικών αρχών. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι τράπεζες κατάφεραν να μπλοκάρουν σχέδιο για αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Το 2020, οι αρχές χαλάρωσαν προσωρινά τον κανόνα εν μέσω της πανδημίας, εξαιρώντας από τον υπολογισμό τα ομόλογα του Δημοσίου και τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών. Το μέτρο αυτό έληξε τον Μάρτιο του 2021, με την Fed να δηλώνει ωστόσο ότι είναι ανοιχτή σε μόνιμες αλλαγές. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τζερόμ Πάουελ έχει εκφραστεί θετικά υπέρ της επανεξέτασης του κανόνα.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές που επικαλείται το Politico, οι ρυθμιστικές αρχές εξετάζουν τώρα αν θα μειώσουν το απαιτούμενο κεφάλαιο με αλλαγή του τρόπου υπολογισμού ή αν θα επαναφέρουν οριστικά την εξαίρεση των κρατικών τίτλων και των ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, όπως συνέβη την περίοδο της πανδημίας.

Βεβαίως, οι αλλαγές αυτές έχουν πυροδοτήσει και αντιδράσεις. Επικριτές της Wall Street και οι προοδευτικοί κύκλοι εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις, χαρακτηρίζοντας το σχέδιο ως «δώρο» προς τις μεγάλες τράπεζες, το οποίο ενέχει κινδύνους για τη σταθερότητα του συστήματος.

«Η αποδυνάμωση του ελάχιστου επιπέδου κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις μεγάλες τράπεζες αυξάνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» προειδοποιεί ο Φίλιπ Μπέιζιλ, διευθυντής οικονομικής ανάπτυξης και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της οργάνωσης Better Markets. Όπως επισημαίνει, οι τράπεζες χρησιμοποιούν την πρόσφατη αναταραχή στην αγορά ομολόγων ως «πρόσχημα» για να πετύχουν την άρση ενός κανόνα που πολεμούν εδώ και καιρό.

«Δεν μπορούμε από τη μία να λέμε ότι υπάρχει πρόβλημα στην αγορά κρατικών τίτλων και από την άλλη ότι οι τίτλοι αυτοί δεν εμπεριέχουν κανέναν κίνδυνο», τόνισε. «Είναι ένα παράλογο επιχείρημα».

Παραμένει ασαφές, πάντως, πόσο θα μειωθούν τελικά τα κεφαλαιακά επίπεδα των τραπεζών και σε ποιον βαθμό η ρύθμιση θα επηρεάσει την αγορά ομολόγων, όπως επιθυμεί η κυβέρνηση Τραμπ.

Οι αλλαγές ενδέχεται να «ενισχύσουν ελαφρώς τη ζήτηση για ομόλογα του Δημοσίου», εκτιμά ο Γκενάντι Γκόλντμπεργκ της TD Securities. Όμως, εξηγεί «δεν θεωρώ ότι θα είναι αρκετές για να αντιστρέψουν τη γενική αφήγηση ότι τα ελλείμματα στις ΗΠΑ αυξάνονται πολύ γρήγορα ή να καθησυχάσουν τις ανησυχίες ότι οι ξένοι επενδυτές δεν αγοράζουν πλέον όπως στο παρελθόν».

Διαβάστε ακόμη

«Εξαρτάται από τον Θεό και το ΔΣ» απαντά ο Ντάιμον για τη συνταξιοδότησή του

Τελεσίγραφο Μητσοτάκη στους πρυτάνεις: Θα υπάρξουν κυρώσεις αν δεν ανταποκριθείτε στις υποχρεώσεις σας

Κρίση στα διαμάντια: Πτώση τιμών, δασμοί Τραμπ και εργαστήρια «θαμπώνουν» τη λάμψη τους

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα