Να ανεβάσουν ρυθμούς στο κομμάτι των ρυθμίσεων των «κόκκινων» δανείων, που είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα – γέφυρα, καλούνται οι τράπεζες, με τα χρονικά περιθώρια να πιέζουν, αφού η μεν, συμφωνία αναδιάρθρωσης θα πρέπει να έχει επιτευχθεί εντός 30 ημερών και η δε, σχετική σύμβαση να έχει υπογραφεί το αργότερο έως τα τέλη του έτους.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από σχετική ενημέρωση της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, εφόσον η επιλέξιμη οφειλή είναι μη εξυπηρετούμενη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 90 ημέρες ή η σχετική σύμβαση έχει καταγγελθεί, για να εκκινήσει η διαδικασία καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, λαμβάνει χώρα αναδιάρθρωση της επιλέξιμης οφειλής, έπειτα από συμφωνία του οφειλέτη με τον χρηματοδοτικό φορέα. Για τον λόγο αυτό, ο χρηματοδοτικός φορέας καλεί τον οφειλέτη αμελλητί, προκειμένου να συμφωνήσουν μία αμοιβαία αποδεκτή και βιώσιμη για τον οφειλέτη αναδιάρθρωση, η οποία θα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμη και σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, όπου αυτές είναι εφαρμοστέες. Ο οφειλέτης οφείλει να προσκομίσει τα δικαιολογητικά και τα έγγραφα, που θα του ζητήσει ο χρηματοδοτικός φορέας, εντός 15 ημερών. Εφόσον ο χρηματοδοτικός φορέας προτείνει συμφωνία αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης οφείλει να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει εντός 15 ημερών από την πρόταση. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως 31.12.2020.

«Πρόκειται για 100άρι», σημειώνουν στο ΝΜ αρμόδιες πηγές, εκτιμώντας, ωστόσο, πως το πρόγραμμα θα δώσει ώθηση στις ρυθμίσεις, οι οποίες επιστρέφουν μεν, με αργούς ρυθμούς δε, στα προ κορωνοιού επίπεδα. Όσον αφορά στον τύπο των ρυθμίσεων, αυτές, όπως τονίζει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, συνεχίζουν να είναι μακροπρόθεσμες, με έμφαση στην επιμήκυνση της διάρκειας του χρόνου αποπληρωμής. «Στην περίπτωση των στεγαστικών η επιμήκυνση μπορεί – υπό προϋποθέσεις – να φτάσει και την 25ετία», σχολιάζουν οι ίδιες πηγές.

Στην… παλέτα τους, ωστόσο, υπάρχουν και λύσεις, οι οποίες προβλέπουν «σπάσιμο και πάγωμα/διαγραφή» της οφειλής. Ενδεικτικά, η Εθνική Τράπεζα έχει λανσάρει – με εντυπωσιακά μέχρι στιγμής αποτελέσματα – το προϊόν Split and Settle (Διαχωρίζω και Διευθετώ), σκοπός του οποίου είναι το ύψος του δανείου, που θα πρέπει τελικά να αποπληρώσει ο οφειλέτης, να είναι πάντα μικρότερο από την αξία του ακινήτου. Το δάνειο, δηλαδή, «σπάει» σε δύο μέρη, με τον οφειλέτη να καταβάλει, σε βάθος 25ετίας, το 80% του ποσού, που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του ακινήτου και το 20% του ανεξασφάλιστου υπολοίπου. Το υπόλοιπο μέρος του δανείου «παγώνει» και διαγράφεται στο σύνολό του.

Πολιτική διαγραφών – όταν και εφόσον χρειάζεται – εφαρμόζουν από την πλευρά τους και οι servicers, οι οποίοι διαχειρίζονται εκ μέρους των τραπεζών ένα μεγάλο ποσοστό «κόκκινων» δανείων. «Στα στεγαστικά το haircut ενδέχεται να φτάσει το 30%, ενώ στα καταναλωτικά το ‘κούρεμα’ είναι μεγαλύτερο, προσεγγίζοντας ακόμη και το 80%», σημειώνουν στελέχη των επίμαχων εταιρειών, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, πως «κλειδί» παραμένει η ύπαρξη ή μη εξασφαλίσεων.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών, πάντως, εφόσον τα μέρη συμφωνήσουν στην αναδιάρθρωση, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει σχετική ενημέρωση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και δηλώνει ότι η αναδιάρθρωση κρίνεται βιώσιμη και σύμφωνη με τα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη, κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης αναδιάρθρωσης. «Η υπογραφή του οφειλέτη στη σύμβαση αναδιάρθρωσης συνεπάγεται την από μέρους του αποδοχή της βιωσιμότητάς της. Μετά την ενημέρωση της συμφωνίας για τη βιωσιμότητα της αναδιάρθρωσης, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει στην ηλεκτρονική πλατφόρμα το ποσό της μηνιαίας δόσης, για να ξεκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς του Δημοσίου. Σε περίπτωση, που δεν επιτευχθεί συμφωνία αναδιάρθρωσης ή σε περίπτωση, που δεν υποβληθεί η δήλωση περί βιωσιμότητας μαζί με τη δήλωση περί επίτευξης συμφωνίας αναδιάρθρωσης, η διαδικασία διακόπτεται και η αίτηση θεωρείται απορριφθείσα», τονίζεται.