Νέα δεδομένα στις σχέσεις τραπεζών και επιχειρήσεων δημιουργεί η υγειονομική κρίση, με την πιστωτική επέκταση να έχει αυξηθεί κατά 6,5 φορές, με πλέον ωφελημένες τις μεγάλες, αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, η πανδημία κυριαρχεί στα πάντα, καθορίζει τις οικονομικές εξελίξεις και προκαλεί αβεβαιότητα. «Μπορούμε να κάνουμε σενάρια και όχι προβλέψεις. Θεωρούσαμε ότι θα είχαμε ανάπτυξη τύπου V, κατόπιν τα πράγματα άρχισαν να θολώνουν, τώρα μάλλον πάμε για W. Το εμβόλιο δημιουργεί προσδοκίες για ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση είμαστε στα χέρια των επιδημιολόγων», τόνισε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ανωνύμων Εταιριών & ΕΠΕ, με θέμα «Επιχειρήσεις, Τράπεζες και Ανάπτυξη. Νέα δεδομένα για μία νέα σχέση προς όφελος της επιχειρηματικότητας», για να προσθέσει: «Αυτό που κάνουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες είναι μία παγκόσμια συμφωνία για επεκτατική νομισματική πολιτική. Ήταν και πριν επεκτατική, αλλά τώρα προστέθηκαν προγράμματα, όπως αυτό που επιτρέπει την αγορά ομόλογων ακόμη και χωρών, όπως η Ελλάδα που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, ουσιαστικά οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν τις τράπεζες, για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία».

Όπως ανέφερε, η ρευστότητα πηγαίνει εξαιρετικά, έχουν ανέβει πολύ οι καταθέσεις. «Μέρος αυτής της ανόδου είναι εξαναγκαστική (λόγω lockdown), αλλά και προληπτική. Από την αρχή του χρόνου η αύξηση είναι 12 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες έχουν δανειστεί από το ευρωσύστημα 39 δισ. ευρώ με στοιχεία Σεπτεμβρίου σε σχέση με 7,6 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο», σχολίασε.

Στην άλλη πλευρά του νομίσματος οι τράπεζες έχουν χαμηλή κερδοφορία, αφιερώνοντας ένα μεγάλο μέρος των κερδών σε προβλέψεις, για να αντιμετωπίσουν το «βουνό» των «κόκκινων» δανείων. «Αυτά έχουν μειωθεί στα 60 δισ. ευρώ, ως ποσοστό, ωστόσο, είναι 36%. Παρά την ένεση ρευστότητας και την εποπτική ανοχή έχουν φόβο για το μέλλον και είναι δικαιολογημένο. Στα μη εξυπηρετούμενα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα νέα ‘κόκκινα’. Περίπου 20 με 22 δισ. ευρώ είναι δάνεια σε αναστολή, ήτοι περίπου το 20% των ενήμερων δανείων», υπογράμμισε, για να προσθέσει: «Έχουμε σημαντική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Τα υπόλοιπα δανείων αυξάνονται με 8% σε ετήσια βάση όταν πριν από λίγους μήνες ήταν στο 1% – 2%. Καθαρά κάθε μήνα ο μέσος όρος της χρηματοδοτικής ροής σε επιχειρήσεις ανέρχεται σε 723 εκατ. ευρώ από τον Μάρτιο μέχρι τον Σεπτέμβριο σε σχέση με 110 εκατ. ευρώ τον μήνα το 2019. Έχουμε 6,5% αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Αυτή, όμως, πηγαίνει κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις. Εάν δείτε τα ‘κόκκινα’ δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα δείτε ότι είναι πολύ υψηλά, άρα είναι καθαρά θέμα κινδύνου».

Στουρνάρας: Οι τράπεζες οφείλουν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η ΤτΕ έχει μία πάγια άποψη που λέει ότι οι τράπεζες οφείλουν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους. «Υπάρχει ο ‘Ηρακλής’ και βοηθά πολύ. Είναι απαραίτητος, αλλά δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε μία λύση ολιστική. Έχουμε προτείνει την δημιουργία μίας bad bank. Θεωρούμε ότι μαζί με τον ‘Ηρακλή’ μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο τέλος του 2021 ή αρχές του 2022 ο δείκτης των ‘κόκκινων’ δανείων θα έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Ο Πτωχευτικός Νόμος, επίσης, θα παίξει ρόλο στην αλλαγή του κλίματος», κατέληξε.

Στον ρόλο του τραπεζικού συστήματος, ο οποίος είναι διαμεσολαβητικός, αναφέρθηκε από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), κ. Γιώργος Χατζηνικολάου. «Μέσα στα πλαίσια που τις επιτρέπει η εποπτεία οι τράπεζες έχουν κάθε λόγο και κίνητρο να χορηγούν δάνεια. Όχι, όμως, σε όλους. Μόνο στις οικονομικές μονάδες που έχουν πιστοληπτική ικανότητα. Γιατί εάν αυτό δεν συμβαίνει ξέρουμε τις συνέπειες», σημείωσε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Η πτώση του ΑΕΠ κατά 30% υπονόμευσε την ικανότητα πολλών να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Εξ ου και το ‘τσουνάμι’ των ‘κόκκινων’ δανείων. Για μερικούς από τους δανειολήπτες δεν υπάρχει καμία ελπίδα και ο καλύτερος τρόπος είναι να αλλάξει ιδιοκτησία και να ρευστοποιηθεί η περιουσία. Ο Πτωχευτικός Νόμος θα συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση. Για τους υπόλοιπους οι τράπεζες κάνουν ηράκλεια προσπάθεια να τους βοηθήσουν να επανέλθουν».

Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολάου, το 2019 ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξη και πολλά υποσχόμενη χρονιά. Το τραπεζικό σύστημα ήταν κερδοφόρο, είχε επαρκή ίδια κεφάλαια και μείωσε σημαντικά τα «κόκκινα» δάνεια. Δυστυχώς, ο κορωνοιός είχε άλλα σχέδια. «Αντί για ανάπτυξη κληθήκαμε στο καθήκον για να καλύψουμε τις οικονομικές ανάγκες. Καθορίστηκαν από το κράτος οι πληττόμενοι κλάδοι και δρομολογήθηκαν τα δύο ευρέως γνωστά χρηματοδοτικά εργαλεία: το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το Εγγυοδοτικό. Χορηγήσαμε επιπλέον ρευστότητα 3,8 δισ. ευρώ. Υπήρχε ο όρος ότι οι επιχειρήσεις θα διατηρήσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων. Μέχρι το τέλος του 2020 θα έχει χορηγηθεί συνολική ρευστότητα περίπου 14 δισ. ευρώ».

Επιπλέον, οι τράπεζες ανέστειλαν τις πληρωμές 370.000 δανείων, ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ. «Οι τράπεζες γίνονται αποδέκτες κριτικής από επιχειρήσεις που δεν έλαβαν χρηματοδότηση. Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε οικονομικές μονάδες όταν δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η ικανότητα αποπληρωμής. Όπως, επίσης και όταν δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις. Η πρόκληση αυτή ξεπερνάει τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία τους. Εάν το κάνουν θα δημιουργηθούν νέα ‘κόκκινα’ δάνεια, διακινδυνεύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Το κράτος μπορεί να μεταφέρει πόρους μέσω επιδοτήσεων, όπως στην περίπτωση της Επιστρεπτέας Προκαταβολής», υπογράμμισε.

Όσον αφορά στα παράπονα για το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα, ο ίδιος σχολίασε: «Οι καταθέσεις δεν έχουν κανένα κίνδυνο και το επιτόκιο αντανακλά αυτόν τον ελάχιστο ή μηδαμινό κίνδυνο. Σε αντίθεση με τα δάνεια. Ο πιστωτικός κίνδυνος εξακολουθεί να είναι υψηλός στην Ελλάδα. Άρα, η τιμολογιακή πολιτική αντανακλά αυτό τον υψηλό πιστωτικό κίνδυνο». Και κατέληξε: «Επίσης, υπάρχουν παράπονα για τον χρόνο έγκρισης των δανείων. Γίνονται προσπάθειες να περιορίσουμε τον χρόνο συμβασιοποίησης, που, όμως, εξαρτάται και από τις επιχειρήσεις».

Πάνω από 20 δισ. ευρώ τα χαρτοφυλάκια που θα βγουν στην αγορά στο 18μηνο

«Η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και εκείνων που παρέχουν χρηματοδότηση είναι καθοριστική για την ανάπτυξη». Αυτό τόνισε με την σειρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της DoValue Greece και πρόεδρος ΕΕΔΑΔΠ, κ. Αναστάσιος Πανούσης, σημειώνοντας πως οι servicers είναι ο τρίτος πυλώνας – μαζί με τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές – με τον κλάδο να είναι «παιδί» της κρίσης. «Έχουμε την εξειδίκευση, τεχνογνωσία και εργαλεία που αναπτύξαμε οι ίδιοι. Οι τράπεζες έχουν εξ ορισμού βαρύτερο θεσμικό πλαίσιο. Έχουν πιο χρονοβόρο και, άρα, κοστοβόρο σύστημα έγκρισης και λήψης αποφάσεων. Αντίθετα, οι εταιρείες διαχείρισης, καθώς τα στοιχεία ενεργητικού δεν τους ανήκουν, έχουν μεγαλύτερο συντελεστή ευελιξίας, διαφορετικές εποπτικές απαιτήσεις και αυξημένη ικανότητα προσαρμογής σε μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς», ανέφερε και συνέχισε: «Το επόμενο διάστημα στην Ελλάδα η μεγαλύτερη εξέλιξη στο σύστημα θα είναι η απόσχιση προβληματικών χαρτοφυλακίων στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Εκτίμησή μας είναι ότι χαρτοφυλάκια πάνω από 20 δισ. ευρώ θα βγουν στην αγορά τους επόμενους 12 με 18 μήνες, κυρίως μέσα από τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις».

Όσον αφορά στα νέα «κόκκινα» δάνεια, ο ίδιος απέφυγε να μπει στη λογική των αριθμητικών προβλέψεων. «Αυτό θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του δεύτερου lockdown, εάν θα είναι το τελευταίο, από το πόσο γρήγορα θα έχουμε το εμβόλιο κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για αρκετά δισ. ευρώ νέων ‘κόκκινων’ δανείων. Οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Σήμερα διαχειριζόμαστε περισσότερα από 90 δισ. ευρώ και απασχολούμε περίπου 4.000 εργαζόμενους. Από τις αρχές του χρόνου έχουμε κάνει 60.000 ρυθμίσεις, ύψους πάνω από 1,6 δισ. ευρώ σε χαρτοφυλάκια εκτός τραπεζών, με λύσεις που περιλαμβάνουν άφεση χρέους», κατέληξε.

«Οι τράπεζες παρέχουν επιστρεπτέα κεφάλαια. Αυτό είναι σαφές. Θέλουμε να βλέπουμε επιχειρηματικές προτάσεις που να έχουν και την συνεισφορά ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου να οδηγούν σε υγιή επιχειρηματικά σχέδια. Οι εξασφαλίσεις είναι απαραίτητες για την υποστήριξη των σχεδίων σε περίπτωση ανατροπής των συνθηκών ή αποτυχίας», τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank, κ. Θεόδωρος Πανταλάκης.

Όπως ανέφερε, τα τελευταία χρόνια οι εποπτικές αρχές παγκοσμίως ενισχύουν τα κεφάλαια που είναι απαραίτητα σε μία τράπεζα, προκειμένου να παράσχουν ένα δάνεια. Προ πανδημίας αυτά είχαν φτάσει να είναι στο 15%, δηλαδή 100 εκατ. δανείου απαιτούσαν το 15% να είναι ίδια κεφάλαια και τα 85% καταθέσεις ή άλλα ισοδύναμα στοιχεία ρευστότητας. Αυτό σηματοδοτεί τεράστιο κόστος για τις τράπεζες.

Διαβάστε περισσότερα 

Αίτηση για αναδρομικά κληρονόμων: Πώς θα κάνετε τη δήλωση – Αναλυτικός οδηγός (vid) 

Κορωνοϊός: Το δεύτερο ρωσικό εμβόλιο EpiVacKorona θα διατεθεί προς χρήση έως το τέλος του έτους 

Bitcoin: 4 ειδικοί προβλέπουν το μέλλον του κρυπτονομίσματος