Νερό στο… κρασί τους υποχρεώθηκαν να βάλουν οι τράπεζες, επιστρέφοντας στους καταναλωτές τα ποσά, που «κράτησαν» για μία σειρά από υπηρεσίες, όπως την ανανέωση των χρεωστικών καρτών ή την καταχώρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (ΣτΚ), το 2019 η ανεξάρτητη αρχή ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διαμεσολάβηση στις εξής υποθέσεις:

Αντιλογισμού χρεώσεων εξόδων ανανέωσης χρεωστικών καρτών: Ο ΣτΚ έλαβε αρκετές αναφορές καταναλωτών – κατόχων χρεωστικών καρτών και δικαιούχων καταθετικών λογαριασμών κατά διαφόρων τραπεζών, με αίτημα την απαλλαγή τους από τη χρέωση εξόδων ανανέωσης των καρτών τους, που πραγματοποιήθηκε στους καταθετικούς τους λογαριασμούς (ύψους πέντε ή έξι ευρώ, ανάλογα με την τράπεζα). Από τη διερεύνηση των εν λόγω αναφορών προέκυψε η ελλιπής ενημέρωση των καταναλωτών, καθώς και η απουσία συμβατικών όρων, οι οποίοι να προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής των συγκεκριμένων χρεώσεων. Μετά τη διαμεσολάβηση της αρχής και την πραγματοποίηση συναντήσεων στα γραφεία της με εκπροσώπους των τραπεζών, στο πλαίσιο των οποίων επισημάνθηκε η παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά τους, οι τράπεζες δέχτηκαν να επιστρέψουν τα σχετικά ποσά σε κάθε θιγόμενο καταναλωτή.

Χρέωσης εξόδων κτηματογράφησης: Η αρχή έλαβε αρκετές αναφορές δανειοληπτών κατά τράπεζας, η οποία χρέωσε στους λογαριασμούς των δανείων τους, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, έξοδα και τέλη καταχώρησης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο, τα οποία είχαν συσταθεί υπέρ της και, ειδικότερα, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της έναντι των δανείων (σ.σ. πρόκειται για ένα ποσό της τάξεως των 80 – 100 ευρώ). Οι περισσότεροι καταναλωτές διαμαρτυρήθηκαν προς τον ΣτΚ χωρίς να γνωρίζουν σε τι ακριβώς συνίστανται οι σχετικές χρεώσεις, που ξαφνικά διαπίστωσαν στους λογαριασμούς τους. Επιπλέον, λόγω της παράλειψης ενημέρωσής τους, οι περισσότεροι χρεώθηκαν και με τόκους υπερημερίας στα δάνειά τους για τη μερικά ανεξόφλητη μηνιαία δόση τους, μέρος της οποίας παρακρατήθηκε από την τράπεζα για την κάλυψη των επίμαχων εξόδων. Από τη διερεύνηση των αναφορών προέκυψε η ελλιπής ενημέρωση των δανειοληπτών, καθώς και η απουσία, στις περισσότερες περιπτώσεις, συμβατικών όρων, οι οποίοι να προβλέπουν την επιβάρυνση των δανειοληπτών με τα συγκεκριμένα έξοδα. Μετά τη διαμεσολάβηση της αρχής, την πραγματοποίηση συνάντησης στα γραφεία της με εκπροσώπους της τράπεζας και την αποστολή έγγραφης σύστασης, επιτεύχθηκε, εν τέλει, η διαγραφή των τόκων υπερημερίας που, παράνομα, καταλογίστηκαν στα δάνεια των καταναλωτών.

Οι αναφορές, που δέχθηκε το 2019 ο ΣτΚ για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ξεπέρασαν τις 1.000, με το 46,4% να αφορά σε πιστώσεις, το 21,5% σε υποθήκες / στεγαστικά δάνεια, το 16,8% σε λογαριασμούς και υπηρεσίες πληρωμών και το 13,6% σε αποταμιεύσεις. «Το χρηματικό ποσό, που έχει επιστραφεί σε καταναλωτές, ύστερα από ικανοποίηση των αιτημάτων τους με τη διαμεσολάβηση της αρχής, ανέρχεται για το 2019 σε 1.022.730 ευρώ και αποδίδεται κατά μεγάλο μέρος (περίπου κατά 49%) στην επίλυση καταναλωτικών διαφορών του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (σ.σ. συμπεριλαμβανομένων αυτών από ασφαλιστικές εταιρείες)», σημειώνει η ανεξάρτητη αρχή.

Εισπρακτικές εταιρείες

Πλήθος καταγγελιών δέχτηκε και το 2019 η αρχή σχετικά με αδικαιολόγητες οχλήσεις καταναλωτών από εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για φερόμενες ως ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους προς πιστωτικά ιδρύματα και άλλους προμηθευτές. Οι αναφορές, μάλιστα, κατά εισπρακτικών εταιρειών είναι, με ποσοστό 47,6%, μακράν οι περισσότερες, που δέχεται ο Συνήγορος για τον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνήθως, οι καταναλωτές καταγγέλλουν αδικαιολόγητες οχλήσεις για οφειλές τους, που έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί ή μηδενιστεί. Η παρέμβαση της αρχής στις σχετικές υποθέσεις είχε ως αποτέλεσμα την άμεση παύση των οχλήσεων των καταναλωτών, εφόσον διαπιστώθηκε κατά περίπτωση είτε ότι οι οχλήσεις οφείλονταν σε εκκρεμείς λογιστικές εγγραφές, που δεν είχαν ολοκληρωθεί, είτε ότι τα χρέη είχαν, πράγματι, αποσβεστεί.

Αξίζει να αναφερθεί πως εν μέσω κορωνοϊού η κυβέρνηση, κατόπιν επικοινωνίας με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (ΕΕΤ) και την Ένωση Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, αποφάσισε την αναστολή κάθε επικοινωνίας με δανειολήπτες, που επικαλούνται αποδεδειγμένο σοβαρό και πραγματικό πρόβλημα ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις τους, προειδοποιώντας πως, σε περίπτωση, που οι καταγγελίες περί συνεχών οχλήσεων συνεχιστούν, θα προχωρήσει σε ακόμη δραστικότερα μέτρα, όσον αφορά, τόσο στις εισπρακτικές εταιρείες, που είναι σε εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο, όσο και στις δικηγορικές εταιρείες, που λόγω νομοθετικής παραλείψεως του παρελθόντος δεν είναι ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο.