Η χειρότερη χρονιά των τελευταίων 15 χρόνων ήταν το 2022 για τους επενδυτές, καθώς… όλα έπεσαν, όπως διαπιστώνουν οι επαγγελματίες του χώρου και ετοιμάζονται για τη συνέχεια. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως και το 2023 θα είναι εξίσου δύσκολο.

Από τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στο τέλος κάθε χρονιάς και τις εκτιμήσεις για την επόμενη προκύπτει ότι οι περισσότεροι συμφωνούν σε μια κοινή διαπίστωση: ότι οι οικονομίες και οι αγορές έχουν περάσει σε μια καινούρια φάση με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που επικράτησαν τα τελευταία 40 χρόνια.

Δεν ήταν τα τελευταία δύο χρόνια ένα «δύσκολο διάλειμμα» που θα τελειώσει και θα επανέλθει η περίφημη «κανονικότητα». Αυτός είναι και ο λόγος που οι επαγγελματίες διαχειριστές κεφαλαίων δυσκολεύονται να προσανατολιστούν. Ο πληθωρισμός αλλάζει τους κανόνες με τους οποίους δούλευαν οι αγορές τις τελευταίες δεκαετίες. Ο μεγάλος φόβος για την οικονομία είναι τώρα η ύφεση, η οποία έρχεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ύφεση υπήρξε και την προηγούμενη δεκαετία, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι κεντρικές τράπεζες προκαλούν συνειδητά την ύφεση, ανεβάζοντας τα επιτόκια και σταματώντας το «τύπωμα» νέου χρήματος, για να περιορίσουν τη ζήτηση αγαθών και να σταματήσουν έτσι τον πληθωρισμό.

Δεν ισχύει πλέον ο επενδυτικός κανόνας που έλεγε «αγοράζουμε όταν οι τιμές πέφτουν», ο οποίος έδινε κέρδη κάθε φορά που εμφανιζόταν η προοπτική ύφεσης.

Τα τελευταία χρόνια, όταν εμφανίζονταν προβλήματα παρενέβαιναν οι κεντρικές τράπεζες διοχετεύοντας τεράστιες ποσότητες χρήματος στην οικονομία (με το λεγόμενο «τύπωμα» χρήματος ή ποσοτική χαλάρωση), που έσπρωχναν ανοδικά τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων.

Τώρα, πλέον, οι κεντρικές τράπεζες δεν πρόκειται να παρέμβουν για να διασώσουν την οικονομία από τις πτωχεύσεις και την ανεργία.

Αντιθέτως, θα «σιγοντάρουν» την ύφεση, μέχρι να δουν ότι οι τιμές σταματούν να ανεβαίνουν.

Επιπλέον, οι γεωπολιτικές εντάσεις γίνονται «ενδημικές» ενισχύοντας την αβεβαιότητα η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Ολοι οι διαχειριστές κεφαλαίων αναζητούν τους νέους κανόνες του παιχνιδιού, οι οποίοι ακόμα είναι υπό διαμόρφωση.

Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός υποχώρησε για πέμπτο συνεχή μήνα τον Νοέμβριο στο 7,1% (έχοντας «χτυπήσει» 9,1% τον Ιούνιο), ενώ στην Ευρωζώνη τον ίδιο μήνα υποχώρησε σε 10,1%, από το ιστορικό υψηλό του 10,6% τον Οκτώβριο.

Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει δυσκολότερα, ανάμεσα σε άλλα επειδή οι περισσότερες κυβερνήσεις ενισχύουν την κατανάλωση με επιδόματα, κυρίως ενεργειακά, γεγονός που βοηθάει τη ζήτηση τη στιγμή που η νομισματική πολιτική επιδιώκει το αντίθετο.

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ πιθανόν να οδηγηθεί τελικά σε υψηλότερο επιτόκιο από το 3% που ήταν η κρατούσα εκτίμηση μέχρι τώρα. Κάποιοι αναλυτές δεν αποκλείουν ότι το βασικό επιτόκιο «βαρόμετρο» της ΕΚΤ με το οποίο αποδέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες μπορεί να φτάσει και το 4%-4,5%, από 2% που είναι σήμερα (και ενώ μόλις πριν από έξι μήνες ήταν αρνητικό, στο -0,5%).

Ομοίως, δεν αποκλείεται και το επιτόκιο της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, που σήμερα κινείται στο 4,25%-4,5%, να ξεπεράσει το 5%, που μέχρι τώρα είναι το σημείο όπου εκτιμάται ότι θα «πιάσει κορυφή».

Πολλοί αναλυτές έχουν καταλήξει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να επανέλθει στο χαμηλό επίπεδο του 2% που είναι ο στόχος των κεντρικών τραπεζών, διότι υπάρχουν πλέον θεμελιώδεις παγκόσμιες αλλαγές που λειτουργούν πληθωριστικά, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης και η πράσινη μετάβαση που αυξάνει το ενεργειακό κόστος.

Προς το παρόν το πρόβλημα είναι ότι με την επερχόμενη ύφεση και τα υψηλά επιτόκια, τα έσοδα των επιχειρήσεων υποχωρούν και το κόστος ανεβαίνει, με αποτέλεσμα να πλήττεται η κερδοφορία. Πόσο μάλλον που έχει ανέβει και το ενεργειακό κόστος. Αυτός είναι και ο λόγος που το 2023 αναμένεται να είναι δύσκολο για τις τιμές των μετοχών, τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο. Στην πραγματικότητα, ουδείς έχει ορατότητα σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και γι’ αυτό δεν γίνονται προβλέψεις.

Το πρόσθετο πρόβλημα για τις μετοχές είναι ότι με τα υψηλά επιτόκια, οι σταθερές αποδόσεις των ομολόγων γίνονται ανταγωνιστικές με τα μερίσματα που δίνουν οι μετοχές. Ενώ λοιπόν με τα επιτόκια στο μηδέν το προηγούμενο διάστημα ένας «λογικός» δείκτης τιμής μετοχής προς κέρδη (P/E) ήταν 7-8, με τα επιτόκια στο 5% ανεβαίνει στο 15. Εάν τα κέρδη δεν μειωθούν, τότε η τιμή της μετοχής στηρίζεται, εάν όμως τα κέρδη υποχωρήσουν, τότε και η τιμή θα πέσει.

Προς το παρόν τα εταιρικά κέρδη δεν έχουν πληγεί, αλλά ορισμένες εταιρείες όπως η Blackrock εκτιμούν ότι οι τιμές των μετοχών δεν έχουν ενσωματώσει το κόστος της επικείμενης ύφεσης, κάτι που αν ισχύει σημαίνει ότι οι μετοχές θα πέσουν χαμηλότερα. Για τον λόγο αυτό διατυπώνουν επιφυλάξεις για τα χρηματιστήρια στο πρώτο εξάμηνο του 2023.

Από εκεί και πέρα, όμως, από τη στιγμή που η ύφεση θα «γραφτεί» στα ταμπλό, προτείνονται μετοχές εταιρειών που διατηρούν τις χρηματικές ροές τους και την κερδοφορία τους, όπως οι ενεργειακές, οι τράπεζες (ευνοούνται από τα υψηλά επιτόκια), καθώς και ο κλάδος της υγείας-περίθαλψης, που θεωρείται μακροπρόθεσμα ανερχόμενος λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Σε καθοριστικό παράγοντα ίσως αναδειχθεί η Κίνα, η οποία εάν μεν «ανοίξει» το 2023 θα εισφέρει θετικά στην παγκόσμια ανάπτυξη (αλλά και τον πληθωρισμό).

Τα ομόλογα σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων προσφέρουν ανταγωνιστικές αποδόσεις, αλλά πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι δεν αποκλείεται να συνεχίσει για κάποιο διάστημα η τάση που επικράτησε το 2022 με την υποχώρηση των τιμών και των μετοχών και των ομολόγων.

Η διατήρηση των επιτοκίων υψηλά και η νέα πολιτική «ποσοτικής σύσφιξης» που ακολουθούν πλέον οι κεντρικές τράπεζες (πωλούν ομόλογα, αντί να αγοράζουν όπως έκαναν μέχρι τώρα) σημαίνει ότι η προσφορά ομολόγων στην αγορά αυξάνεται και οι τιμές τους υποχωρούν (με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι αποδόσεις τους, που κινούνται αντίστροφα). Ετσι, κάποιοι αναλυτές εστιάζουν στα εταιρικά ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας και τα βραχυπρόθεσμα κυβερνητικά ομόλογα, αλλά όχι τα μακροχρόνια.

Ενα μεγάλο ερώτημα είναι οι τιμές των ακινήτων. Ο παραδοσιακός κανόνας λέει ότι τα ακίνητα είναι κατ’ εξοχήν μέσο αποθήκευσης αξίας σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού. Ομως πληθαίνουν οι εκθέσεις και οι εκτιμήσεις που προβλέπουν υποχώρηση των τιμών διεθνώς, μετά την άνοδο των τελευταίων χρόνων η οποία βασίστηκε στο χαμηλό κόστος δανεισμού και στην αποταμίευση που συσσωρεύθηκε λόγω πανδημίας και επιδοτήσεων.

Διαβάστε ακόμη

Στροφή σε ΣΔΙΤ και παραχωρήσεις για τους μεγάλους τεχνικούς ομίλους της χώρας

Hλεκτρονικές απάτες: Κλέβουν κωδικούς από κάρτες και παίζουν στοίχημα και ρουλέτα στα κινητά

«Στη φάκα» του ΣΔΟΕ κυκλώματα που «χαμήλωναν» τα κυβικά σε υπερπολυτελή αυτοκίνητα