«Αναμένουμε τις ανακοινώσεις για τον Ιούλιο και διατηρούμε την πρόβλεψή μας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μ.β. τον Ιούλιο, ακολουθούμενη από αυξήσεις 50 μ.β. το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Αναμένουμε επιστροφή σε πιο σταδιακό ρυθμό με 25 μ.β. στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, ακολουθούμενη από τρεις ακόμη αυξήσεις 25 μ.β. το 2023, συμπεριλαμβανομένων του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου και του Ιουνίου, με τελικό επιτόκιο 1,75%», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα μετά και την έκτακτη συνεδρίαση της ΕΚΤ. .

Η επενδυτική τράπεζα εξηγεί ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι θα εφαρμόσει ‘ευελιξία στις επανεπενδύσεις του προγράμματος αγορών ομολόγων για την πανδημία (PEPP) για να διατηρήσει τη λειτουργία της νομισματικής πολιτικής αλλά και του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. «Αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει την ‘ευελιξία’ στην επανεπένδυση του PEPP τόσο χρονικά όσο και σε όλες τις δικαιοδοσίες. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο έδωσε εντολή για την επιτάχυνση της ολοκλήρωσης του σχεδιασμού ενός νέου μέσου κατά του κατακερματισμού, και αναμένουμε τώρα ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τις λεπτομέρειες αυτού του μηχανισμού στήριξης κατά τη συνεδρίαση του Ιουλίου», εξηγούν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs.

Η άσκηση της Goldman Sachs χρησιμοποιώντας τις εκτιμήσεις της για τις επανεπενδύσεις του PEPP κατά τα επόμενα έτη, δίνει μια εκτιμώμενη επίπτωση αυτού του εργαλείου στα κρατικά spreads.

Από τα στοιχεία της τράπεζας προκύπτει ότι η Ελλάδα θα έχει τη μεγαλύτερη θετική επίπτωση από όλες τις εμπλεκόμενες χώρες που εξετάζει η Goldman Sachs. «Υποθέτουμε πλήρη εκτροπή των επανεπενδύσεων του PEPP του 2022 και του 2023 σε περιφερειακές χώρες ανάλογα  με τη βαρύτητα του κλειδιού κεφαλαίου τους στην περιφέρεια. Χρησιμοποιώντας το QE, μπορούμε στη συνέχεια να αντιστοιχίσουμε τις μεταβολές στην ελεύθερη διασπορά ομολόγων στις αντίστοιχες κινήσεις των κρατικών spreads. Αυτή η άσκηση θα υποδείκνυε μια επίδραση της επανεπένδυσης ευελιξίας της τάξης των 30-40 μ.β. στην Ιταλία/Ισπανία και 85 περίπου για την Ελλάδα. Φυσικά, ο αντίκτυπος σε συνθήκες πίεσης θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, αλλά, αντίθετα, οι αγορές είναι απίθανο να τιμολογήσουν μια πλήρη εκτροπή των επανεπενδύσεων του 2022-23 προς την περιφέρεια χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες από την ΕΚΤ. Η ανάλυση αυτή δείχνει ότι, ενώ η πλήρης κινητοποίηση της ευελιξίας στις επανεπενδύσεις θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ανακούφιση, δεν είναι πιθανώς επαρκής ως εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης», εξηγεί η τράπεζα. Αντ’ αυτού αναμένουμε ότι η πρόοδος στο σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός μηχανισμού στήριξης θα είναι περισσότερο ουσιαστική για τη συγκράτηση των κρατικών αποδόσεων.

Διαβάστε ακόμη:

Αυξήσεις επιτοκίων: Οι δύο όψεις του νομίσματος για τις ελληνικές τράπεζες

OHE: Η επισιτιστική κρίση μπορεί να ξεριζώσει ακόμα περισσότερους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο

Φυσικό αέριο: Εκτόξευση στα 130 ευρώ μετά το «ψαλίδι» στις ροές της Gazprom