H τουρκική λίρα έχασε άλλο ένα 4,8% την περασμένη εβδομάδα και υποχώρησε σε νέα ιστορικά χαμηλά, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομική πολιτική που επιβάλλει ο Ταγίπ Ερντογάν.

Τα τελευταία δύο χρόνια η λίρα είναι υπό διωγμόν, τα ξένα κεφάλαια αποχωρούν συνεχώς από τη χώρα, ενώ η συναλλαγματική αστάθεια προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της χώρας. Την περασμένη εβδομάδα χιλιάδες χρήστες του twitter οργάνωσαν καμπάνια κατά του υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, που είναι γαμπρός του Ερντογάν και ανέλαβε το υπουργείο πριν δύο χρόνια.

Η τιμή του δολαρίου σε τουρκικές λίρες εκτοξεύτηκε στα 7,36 δολάρια την περασμένη Πέμπτη, επίπεδο που αποτελεί αρνητικό ιστορικό ρεκόρ.

Η κρίση της περασμένης εβδομάδας ανεκόπη, ίσως προσωρινά, χάρη στην παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας η οποία σταμάτησε να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες με το «φθηνό» επιτόκιο ρέπο μιας εβδομάδας, οδηγώντας τες στο overnight που είναι 1,5 μονάδα υψηλότερο.

Η αύξηση των επιτοκίων της λίρας είναι κάτι που ζητούν οι διεθνείς επενδυτές και οι ξένοι αναλυτές, αλλά δεν είναι σαφές ότι η κίνηση της περασμένης εβδομάδας προοιωνίζεται γενικότερη στροφή και εγκατάλειψη των χαμηλών επιτοκίων. Σε κάτι τέτοιο είναι τελείως αντίθετος ο Ερντογάν, ο οποίος μάλιστα πέρσι το καλοκαίρι απέλυσε τον τότε διοικητή της κεντρικής τράπεζας επειδή… δεν κατέβαζε αρκετά τα επιτόκια. Δήλωσε, μάλιστα, ότι η πτώση της λίρας είναι… προσωρινή, ένδειξη ότι δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ρότα.

Ο Ερντογάν βασίζει την οικονομική του πολιτική στα χαμηλά επιτόκια, έτσι ώστε να ευνοείται ο δανεισμός για επενδύσεις και κατανάλωση και να στηρίζεται η οικονομική δραστηριότητα.

Τα δύο τελευταία χρόνια το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας έχει πέσει από το 24% στο 8,2%, ευνοώντας το δανεισμό.

Η κατάσταση αυτή, όμως, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται στο 12% σημαίνει ότι το πραγματικό επιτόκιο είναι αρνητικό και όποιος έχει λίρα στα χέρια του χάνει χρήματα, γι αυτό και αποχωρούν τα ξένα κεφάλαια, ενώ και οι ίδιοι οι Τούρκοι προτιμούν το δολάριο, με αποτέλεσμα η οικονομία να έχει «δολαριοποιηθεί».

Η φυγή των ξένων κεφαλαίων ρίχνει την ισοτιμία της λίρας, η οποία έχει χάσει 20% από την αρχή του χρόνου σε σχέση με το δολάριο.

Για να στηρίξει την ισοτιμία, η κεντρική τράπεζα αγοράζει λίρες ξοδεύοντας δολάρια από τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα και υπολογίζεται ότι μόνο τους δύο τελευταίους μήνες έχει δαπανήσει πάνω από 65 δισ. δολάρια, πολύ περισσότερα από τα 40 δισ. δολάρια που είχε ξοδέψει ολόκληρο το 2019.

Με τα συναλλαγματικά αποθέματα να εξαντλούνται και τις ΗΠΑ να αρνούνται να χορηγήσουν πιστωτική γραμμή σε δολάρια στην τουρκική κεντρική τράπεζα, ο κλοιός γύρω από τον Ερντογάν στενεύει, καθώς οι επιλογές δεν είναι πολλές. Εάν ανεβάσει τα επιτόκια για να στηρίξει το νόμισμα και να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, ο Ερντογάν θα έχει υποστεί μια σημαντική πολιτική ήττα καθώς έχει αναδείξει τα χαμηλά επιτόκια σε κεντρική επιλογή του.

Ο ίδιος μάλιστα δηλώνει δημοσίως ότι τα υψηλά επιτόκια ανεβάζουν τον πληθωρισμό, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της οικονομίας.

Εάν από την άλλη δεν προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, η λίρα πιθανότατα θα συνεχίσει να υποχωρεί με κίνδυνο να προκαλέσει γενικευμένη κρίση την Τουρκία, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, λόγω του Covid-19 και της ύφεσης καθώς και του παγώματος του τουρισμού που αντιπροσωπεύει περίπου το 13% της οικονομίας και τροφοδοτεί την Τουρκία με το πολυπόθητο συνάλλαγμα.

Εάν η συναλλαγματική κρίση συνεχιστεί δεν αποκλείεται να εκδηλωθεί νέο κύμα φυγής των κεφαλαίων από τουρκικές αξίες, μετοχές, ομόλογα βάζοντας την τουρκική οικονομία σε νέα δίνη και πιέζοντας για νέα προσφυγή στο ΔΝΤ -κάτι που ο Σουλτάνος δεν θέλει ούτε να σκέφτεται, αφού έχει συνδυάσει την πολιτική του καριέρα με το γεγονός ότι είναι εκείνος που «έβγαλε τη χώρα από το ΔΝΤ» τη δεκαετία του 2000.

Μέχρι τώρα, το σύστημα του Ερντογάν αποδίδει την κατρακύλα της λίρας και την φυγή των ξένων κεφαλαίων σε συνωμοσίες και σκοτεινά σχέδια των εχθρών του, καθώς ο ίδιος εφαρμόζει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης που ηγείται του μουσουλμανικού κόσμου.

Αργά ή γρήγορα, όμως, ίσως ο Σουλτάνος αναγκαστεί να συναντηθεί με την οικονομική πραγματικότητα και μια νέα κρίση.