Η πενθήμερη αναμονή για την τελική επικράτηση στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ήταν ένα διάστημα κατά το οποίο οι αναλυτές, οι χρηματαγορές και οι εταιρείες είχαν χρόνο να ζυγίσουν την επόμενη ημέρα υπό την προεδρία Μπάιντεν, ή μιας ενδεχόμενης 2ης θητείας του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Με την αλλαγή σελίδας και το νέο κεφάλαιο που ανοίγεται στο πολιτικό σκηνικό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήδη έχουν ανακύψει ερωτηματικά για το πως θα είναι η επόμενη 4ετία της διακυβέρνησης Μπάιντεν και πως αυτή θα επηρεάσει τις αγορές και τις επιχειρήσεις.

Το πρώτο ανεπίλυτο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο νέος πρόεδρος είναι η Γερουσία και η αδυναμία του να εξασφαλίσει την πλειοψηφία σε αυτή.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι νομοσχέδια και αποφάσεις που χρειάζονται έγκριση και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και από τη Γερουσία η οποία είναι και το ανώτερο νομοθετικό σώμα, αν δεν βρίσκουν σύμφωνους τους Ρεπουμπλικανούς δεν μπορούν να ψηφισθούν.

Ψηλά στην πολιτική ατζέντα του Τζο Μπάιντεν βρίσκονται θέματα για το οποία η κυβέρνηση Τραμπ ακολούθησε μία εκ διαμέτρου διαφορετική προσέγγιση.

Ο Τραμπ στην προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία, χρησιμοποίησε ως υπέρτατο όπλο τη μείωση του εταιρικού φόρου. Όντας ο ίδιος ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, έδειξε τις προθέσεις του να διευκολύνει και να προστατεύσει το αμερικανικό επιχειρείν.

Ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής από το 35% μειώθηκε στο 21%, με αποτέλεσμα οι αμερικανικές εταιρείες κατά το δ΄ τρίμηνο του 2017 όταν και τέθηκε σε ισχύ ο νέος φορολογικός συντελεστής, να καταγράψουν ισχυρότατα εταιρικά αποτελέσματα, εισάγοντας στους ισολογισμούς τους τα κέρδη που διακρατούσαν στο εξωτερικό από τις δραστηριότητές τους εκεί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Apple της οποίας τα εξωγχώρια κέρδη ανέρχονταν στα 332 δισ. δολάρια όσο περίπου το χρέος της Ελλάδας την περίοδο εκείνη.

Όσα από τα κέρδη αυτά από το εξωτερικό των αμερικανικών εταιρειών δεν έμειναν στην άκρη, διοχετεύθηκαν στην απόδοση μερισμάτων στους μετόχους και σε προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών.

Αποτέλεσμα οι αμερικανικές εταιρείες να γιγαντώνονται, χωρίς όμως να προχωρούν σε επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο δυναμικό.

Ο Μπάιντεν έχει δεσμευθεί να αυξήσει τον εταιρικό φόρο στο 28%, σε μία περίοδο κατά την οποία έχει ξεπηδήσει μία συζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο με αφορμή την κυριαρχία των Big Tech της διάσπασης των εταιρικών κολοσσών.

Ενώ οι συζητήσεις επικεντρώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην Google (η «μπάλα» παίρνει και την Apple), αναφορικά ότι με τα δισεκατομμύρια χρηστών που διαθέτουν η ισχύς τους ξεπερνάει τη δύναμη οποιασδήποτε κυβέρνησης, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν στοχοποιήσει και τις αμερικανικές τράπεζες, χωρίς όμως ακόμα να ακούγεται κάτι τέτοιο από επίσημα χείλη.

Η δεσπόζουσα θέση των αμερικανικών τραπεζών είναι παγκόσμιου επιπέδου και μάλιστα με το τελευταίο προπύργιο της κυριαρχίας τους να έχει πέσει, μετά τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης Τραμπ η Κίνα να ανοίξει την οικονομία της και τις υπόλοιπες τράπεζες στον κόσμο να μην μπορούν να τις συναγωνιστούν, η ακόμα μεγαλύτερη γιγάντωσή τους, καθιστά την αμερικανική οικονομία και όχι μόνο εξαρτημένη και ευάλωτη στον τραπεζικό κλάδο.

Οι δύο αυτοί κλάδοι ο τεχνολογικός και ο τραπεζικός ενδέχεται να μπουν στο στόχαστρο της νέας αμερικανικής κυβέρνησης.

Ένας άλλος κλάδος που ενδεχομένως να νιώθει να απειλείται είναι ο ενεργειακός.

Ο Τζο Μπάιντεν έχει κάνει σημαία του ένα ένα πρόγραμμα ύψους 2 τρισ. δολαρίων με επίκεντρο την καθαρή ενέργεια, τη δημιουργία καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας και μία προσεκτική διαχείριση στο πού και πώς πραγματοποιούνται οι επενδύσεις.

Η μείωση του κόστους στην παραγωγή πράσινης ενέργειας είναι ταχεία και καθοδηγείται περισσότερο από την τεχνολογία παρά από την πολιτική. Οι ηλιακοί συλλέκτες, οι μπαταρίες και οι ανεμογεννήτριες γίνονται σταθερά πιο αποδοτικά και φθηνότερα μέσα, επιτρέποντάς στη μείωση των ορυκτών καυσίμων και στη μετάβαση στη παραγωγή πιο καθαρής ενέργειας.

Επίσης ο νέος πρόεδρος έχει δεσμευθεί να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή του Παρισιού.

Κάτι που σημαίνει ότι αν γίνουν πραγματικότητα οι προεκλογικές εξαγγελίες τότε η πράσινη ενέργεια θα είναι η πρωταγωνίστρια της επόμενης 4ετίας και οι κλάδοι γύρω από αυτήν οι συμπρωταγωνιστές της.

Στο πλαίσιο αυτό για τις αυτοκινητοβιομηχανίες φερειπίν, η νέα πολιτική των ΗΠΑ θα τις βοηθήσουν να μεταβούν στην ηλεκτροκίνηση πιο γρήγορα και να εγκαταλείψουν την παραγωγή αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης.

Στην αντίπερα όχθη οι πετρελαϊκοί κολοσσοί θα βρεθούν υπό πίεση, κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκονται από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τα άλλα μεγάλα ερωτηματικά που εγείρονται έχουν να κάνουν με το παγκόσμιο εμπόριο και τις προθέσεις του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει δείξει διάθεση να επαναφέρει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου στο δρόμο της λογικής και της συνεργασίας.

Η αλλαγή πλεύσης σε ένα ανοιχτό εμπόριο να σηματοδοτήσει μία απόσυρση; των τιμωρητικών δασμών τους οποίους εφάρμοσε κατά κόρον η κυβέρνηση Τραμπ την προηγούμενη 4ετία,

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο το παγκόσμιο εμπόριο θα ανοίξει, το οποίο από τις πολιτικές προστατευτισμού του Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του.

Υπό το πρίσμα αυτό στις γραμμές παραγωγής και στις εφοδιαστικές αλυσίδες θα δοθεί νέα ώθηση, σε μία κρίσιμη περίοδο όπου ακόμη δεν έχουν καταφέρει να συνέλθουν από την κρίση του κορωνοϊού.