Οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Μόσχα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία είχαν ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα, η Ρωσία να ενισχύσει τις οικονομικές συναλλαγές της με την Κίνα και τη χρήση του κινεζικού νομίσματος, του γιουάν για τις διεθνείς συναλλαγές της.

Κατά την επίσκεψη, μάλιστα, του Κινέζου ηγέτη Σι Ζινπίνγκ στη Μόσχα, ο Ρώσος πρόεδρος επανέλαβε την έκκλησή του να χρησιμοποιείται το γιουάν για πληρωμές ανάμεσα στη Ρωσία και άλλες χώρες από την Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική.

Την περασμένη εβδομάδα, στο περιθώριο Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης που πραγματοποιήθηκε στο Νέο Δελχί, ο αντιπρόεδρος της Ρωσική Δούμας, Αλεξάντερ Μπαμπάκοφ, των αναδυόμενων οικονομιών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική) είπε ότι αναπτύσσεται ένα νέο νόμισμα που θα παρουσιαστεί στην επόμενη σύνοδο κορυφής του οργανισμού τον Αύγουστο.

Όπως είναι λογικό, ύστερα από αυτά, η θέση του δολαρίου ως κυρίαρχου παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος απασχολεί πλέον τα διεθνή ΜΜΕ αλλά και τα social media.

Ανάλογα σχέδια έχουν συζητηθεί και στο παρελθόν, με μικρή απήχηση στους οικονομολόγους και τους αναλυτές, αλλά οι ιδέες αυτές αποκτούν μια νέα επικαιρότητα καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις προκαλούν γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις.

Η κατάρρευση, μάλιστα, της Silicon Valley Bank και δύο άλλων τραπεζών στις ΗΠΑ προκάλεσε και άλλα ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα, κατά πόσον οι νέες συνθήκες μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση το ρόλο του δολαρίου ως «καταφυγίου ασφαλείας» που επιβεβαιώνεται κάθε φορά που υπάρχει αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.

Η κυρίαρχη άποψη που διακινείται διεθνώς και υποστηρίζεται και από τα οικονομικά στοιχεία είναι ότι η κυριαρχία του δολαρίου δεν αμφισβητείται, για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους.

Το μερίδιο του αμερικανικού νομίσματος στα αποθέματα που διατηρούν οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο υποχωρεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αλλά παραμένει πρώτο (59% του συνόλου) και μάλιστα μακράν από το δεύτερο ευρώ (21%).

Οι υπέρμαχοι της υπεροπλίας του δολαρίου επισημαίνουν ότι ακόμα και στη διάρκεια της πρόσφατης τραπεζικής κρίσης, η ζήτηση για δολάρια αυξήθηκε, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αύξησαν τις πιστωτικές γραμμές σε δολάρια που διατηρούν μεταξύ τους (swap).

Τα πλεονεκτήματα του δολαρίου, είναι αρκετά, με κυριότερα το γεγονός ότι εκδίδεται από μια ισχυρή οικονομία, ανοιχτή στη διεθνή αγορά που σημαίνει ότι οι επενδυτές μπορούν ελεύθερα να μετακινούν κεφάλαια από και προς αυτήν χωρίς πρόβλημα.

Ανάλογα χαρακτηριστικά διαθέτει, όμως, και η οικονομία της ευρωζώνης, αλλά το ευρώ δεν κατάφερε να μετατραπεί σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και τα ποσοστά που κατέχει το ευρώ είναι πάνω-κάτω εκείνα που είχαν αθροιστικά τα ευρωπαϊκά νομίσματα πριν την κατάργησή του -όταν το μεγαλύτερο μερίδιο μακράν κατείχε το γερμανικό μάρκο.

Η διαφορά – «κλειδί» που επισημαίνουν ορισμένοι αναλυτές, είναι η αγορά ομολόγων στις ΗΠΑ, η οποία είναι ενιαία, ομογενοποιημένη και ανοιχτή στη διεθνή αγορά, ενώ αντίθετα εκείνη των ομολόγων του ευρώ είναι κατακερματισμένη σε χωριστές εθνικές αγορές, των χωρών της ευρωζώνης παρόλο που χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα.

Άλλο επιχείρημα υπέρ του δολαρίου είναι το γεγονός ότι η κινεζική αγορά κεφαλαίων, για παράδειγμα, είναι κλειστή, υπάρχουν capital controls και υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μπλοκαριστούν δυτικά κεφάλαια εκεί για πολιτικούς ή άλλους λόγους.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα παραδείγματα συναλλαγών που παραδοσιακά γίνονταν σε δολάρια, αλλά διεξάγονται πλέον σε γιουάν.

Η Γαλλία πλήρωσε πριν μέρες για πρώτη φορά σε κινεζικό νόμισμα ένα φορτίο υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ενώ το ίδιο νόμισμα χρησιμοποιεί πλέον και η Βραζιλία σε ορισμένες συναλλαγές με την Κίνα.

Η Σαουδική Αραβία, επίσης, ανακοίνωσε ότι θα τιμολογεί ένα μέρος των εξαγωγών πετρελαίου στην Κίνα σε γιουάν.

Όσο για τη Ρωσία, οι συναλλαγές με την Κίνα και οι πληρωμές σε γιούαν έχουν γίνει πλέον ο κανόνας. Πριν τις κυρώσεις οι συναλλαγές της Ρωσίας σε γιουάν ήταν μόνο 1%, ενώ τώα έχουν ανέλθει στο 16%.

Πρόσφατη έρευνα του Centre for Economic Policy Research (CERP) που δημοσίευσαν οι Financial Times έδειξε ότι οι τιμολογήσεις που γίνονται διεθνώς σε γιουάν πλέον έχουν φτάσει σε αξία το ισοδύναμο των 200 δισεκατομυρίων δολαρίων και σταδιακά οικοδομείται ένα διεθνές δίκτυο εκκαθάρισης συναλλαγών σε κινεζικό νόμισμα.

Το συμπέρασμα του CERP είναι ότι ακόμα κι αν δεν αμφισβητείται η πρωτιά του δολαρίου, είναι πιθανόν να οδηγηθούμε σε έναν «πολυπολικό» νομισματικό σύστημα.

Η τάση αυτή, πιστεύουν πολλοί αναλυτές, διευκολύνεται και από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη δημιουργία ψηφιακών νομισμάτων, που θα επιτρέψουν στις κεντρικές τράπεζες να εκκαθαρίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές απευθείας, χωρίς να χρειάζεται να «μεσολαβεί» το δολάριο, όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό σήμερα.

Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό οι ισορροπίες των νομισμάτων αντανακλούν τις γεωπολιτικές ισορροπίες και ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνακόλουθες κυρώσεις δείχνουν ότι λειτουργούν ανασχετικά στην παγκοσμιοποίηση. Η τάση που ενισχύεται είναι η ενίσχυση των συναλλαγών στο εσωτερικό των μεγάλων περιφερειών του πλανήτη, ενώ οι συναλλαγές μεταξύ των τελευταίων μειώνονται.

Σε επίπεδο νομισμάτων κάτι τέτοιο πιθανόν να οδηγούσε στη δημιουργία «δύο κόσμων» -ή περισσότερων- όπου ο καθένας θα έχει και το δικό του κυρίαρχο νόμισμα.

 

Διαβάστε ακόμη

Σαρωτικές αλλαγές στο νερό – Τέλος στις σταθερές χρεώσεις για τους λογαριασμούς ύδρευσης

Στροφή των δανειοληπτών σε δάνεια με σταθερό επιτόκιο

Πλεονάσματα με ανάπτυξη αντί για λιτότητα προτείνει η Αθήνα