Αντιμέτωπη με στόχους για συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα θα βρεθεί η επόμενη κυβέρνηση. Στο προεκλογικό μενού, εκτός από παροχές και εξαγγελίες, μπαίνει μοιραία και πώς αυτά τα πλεονάσματα θα επιτευχθούν: με ανάπτυξη και περισσότερες δουλειές ή με λιτότητα και ύφεση, όπως την περασμένη δεκαετία.

Στο υπουργείο Οικονομικών καταστρώνουν σχέδια για να διασφαλίσουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να επιτευχθούν ευκολότερα οι δημοσιονομικοί στόχοι που θα ισχύσουν από το 2024 στα πλεονάσματα. Πριν από τις εκλογές ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας θα υποβάλει στην Κομισιόν το νέο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αλλά και νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την περίοδο 2024-2027.

Με φόρα από το σερί των -πέραν κάθε προσδοκίας- πολύ υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (8,4% και 5,9% τη διετία 2021-2022 αντίστοιχα), θα παρουσιάσει στις Βρυξέλλες έναν «προϋπολογισμό τετραετίας», όπου θα αποκαλύπτεται όλο το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Θα περιλαμβάνει μειώσεις φόρων, προβλέψεις για πτώση της ανεργίας κάτω του 10% και αυξήσεις εισοδημάτων για όλους. Το μενού περιλαμβάνει όμως και μεταρρυθμίσεις, που θα κρατήσουν ψηλά τους ρυθμούς ανάπτυξης.

Διεθνής βραχνάς

Ωστόσο τον Μάιο, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και προτού καν τελειώσουν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, όλες οι εξαγγελίες των κομμάτων για παροχές και ελαφρύνσεις θα περάσουν από τις Συμπληγάδες των νέων δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., της επαναφοράς στη δημοσιονομική πειθαρχία και, ταυτόχρονα, της απόσυρσης από το 2023 όλων των οριζόντιων μέτρων στήριξης που κράτησαν όρθια την οικονομία.

Στην Ε.Ε. θέτουν πλέον ως πρόταγμα να σταλεί μήνυμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης στις αγορές προκειμένου το διεθνές κεφάλαιο να αισθανθεί ασφάλεια και να μην αναζητήσει προορισμούς μακράν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καμπανάκι για μεγαλύτερη προσαρμογή χτυπά κατεξοχήν για τις υπερχρεωμένες χώρες, δηλαδή για την Ελλάδα και την Ιταλία. Για να μην τρομάξουν πολίτες και αγορές, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια λέξη-κλειδί: «σταδιακά» (gradually) και όχι απότομα ή ξαφνικά.

Απέναντι στα διεθνή «καλλιστεία» δημοσιονομικής ορθότητας και υπευθυνότητας, η Ελλάδα αντιπαρατάσσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που παράγουν ευκολότερα πλεονάσματα, ενώ μειώνουν το χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και τις πιέσεις για μεγαλύτερη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής – λιγότερη λιτότητα δηλαδή.
Το μάζεμα στην οικονομία, πάντως, και η ανάγκη για πλεονάσματα δεν βολεύει στη συγκεκριμένη προεκλογική περίοδο που διανύει η χώρα, όταν όλοι ανεξαιρέτως μιλούν για αυξημένο κόστος διαβίωσης και ζητούν ή υπόσχονται σύγκλιση μισθών με την Ευρώπη, αυξήσεις αποδοχών και άνοδο του βιοτικού επιπέδου.

Η Ελλάδα έχει όμως και την πρόσφατη -αρνητική- εμπειρία μιας χαμένης δεκαετίας ύφεσης και συρρίκνωσης εισοδημάτων προκειμένου να εξασφαλιστούν πρωτογενή πλεονάσματα. Και ενώ δεν διαθέτει καν επενδυτική βαθμίδα ακόμα, θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα μέχρι το 2060.

Μεταρρυθμίσεις αντί λιτότητας

Με τις νέες αποφάσεις, έρχονται νέου τύπου έλεγχοι και κανόνες στα ελλείμματα από το 2024 και μετά. Μέχρι τον Μάιο -και ειδικά για την Ελλάδα- αναμένεται να ξεκαθαριστούν τα εξής:

■ Χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος (Ιταλία, Ελλάδα κ.ά.) θα υπόκεινται σε μέτρα με αυξημένο δείκτη ασφαλείας. Μπαίνουν έτσι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ στην Αθήνα.

■ Εισάγεται ο νέος όρος «καθαρές πρωτογενείς δαπάνες». Και αυτό μεταφράζεται σε μικρότερες απαιτήσεις για λιτότητα. Μπαίνει έτσι ξανά κόφτης στις κρατικές δαπάνες, θα εξαιρεί όμως όχι μόνο δαπάνες που προέρχονται από προηγούμενα έτη (π.χ. τόκους δανείων), αλλά ακόμα και όλες εκείνες τις φρέσκες (πρωτογενείς) δαπάνες κάθε έτους, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο της κυβέρνησης, όπως το αυξημένο ενεργειακό κόστος στη λειτουργία του κράτους.

■ Εισάγονται μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη ανάπτυξη, αντί μόνο για περικοπές και λιτότητα για μικρότερα ελλείμματα. Κι αυτό επειδή έχει διαπιστωθεί (και στην περίπτωση της Ελλάδας) ότι η σκέτη λιτότητα αναστέλλει την ανάπτυξη. Μια τέτοια εξέλιξη μειώνει τις πιέσεις για περικοπές, αλλά ανοίγει ενδεχομένως θέματα και συζητήσεις (εντός και εκτός χώρας) για το «τι εστί αναπτυξιακή πολιτική», ποια μέτρα και επενδύσεις θα αυξήσουν το ΑΕΠ και κατά πόσο.

Στη διαπραγμάτευση για όλα αυτά η Αθήνα έχει προτείνει επίσης:

■ Μείωση χρέους με βάση τον οικονομικό κύκλο (π.χ. άλλο ποσοστό όταν υπάρχει ανάπτυξη, άλλο όταν υπάρχει επιβράδυνση της οικονομίας) και όχι σε σταθερά βήματα (ετήσια μείωση 1/20 ανά έτος για το ποσοστό του χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ).

■ Διατήρηση του ανώτατου ορίου ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, αλλά με βάση τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες που αποδέχτηκε και προτείνει και η Κομισιόν.

■ Να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος οι δαπάνες για επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.

■ Να εξαιρούνται και οι αμυντικές δαπάνες για χώρες που έχουν τη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων απέναντι σε εξωτερικές απειλές (ανάλογο αίτημα εκφράζουν και χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία κ.ά.).

■ Να υπάρξει ένα πανευρωπαϊκό δημοσιονομικό εργαλείο, κατ’ αναλογίαν του Ταμείου Ανάκαμψης, για να επανέρχονται τα υπερχρεωμένα κράτη σε τροχιά ανάπτυξης ώστε να συνεχίζουν τη δημοσιονομική τους προσαρμογή.

Μέσα στους επόμενους δύο μήνες θα επιχειρηθεί να γεφυρωθούν οι διαφορές Βορείων και Νοτίων – μεταξύ τους αλλά και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.