«Τα ρεκόρ είναι φτιαγμένα για να σπάνε και η αμερικανική αγορά κατοικίας το επιβεβαιώνει πλήρως το ρητό», εξηγούν οι αναλυτές της Morgan Stanley Jay Bacow και James Egan. Οι αναλυτές της τράπεζας δεν φοβούνται ότι η αγορά κατοικίας είναι σε «φούσκα» και μάλιστα προτείνεουν θέσεις αγοράς στους επενδυτές.

«Τον περασμένο μήνα, ο δείκτης Case-Shiller των τιμών κατοικίας σημείωσε ρεκόρ αύξησης κατά 20% και σε συνδυασμό με τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων που είναι 200 μονάδες βάσης (μ.β.) υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι, αυτή η αύξηση των τιμών σημαίνει ότι η τιμή έχει επιδεινωθεί τους τελευταίους 12 μήνες περισσότερο από κάθε άλλο έτος», εξηγούν οι αναλυτές της τράπεζας. Η αιτία είναι ο χαμηλός αριθμός κατοικιών προς πώληση. Από το 1982, οι καταναλωτές δεν έχουν αναφέρει χειρότερο κλίμα για την αγορά κατοικίας αλλά ρωτάνε συνεχώς πώς να επενδύσουν σε αυτήν.

Οι διαφορές με τη δεκαετία του 2000

Δεδομένης της ανόδου της αγοράς κατοικίας στη δεκαετία του 2000 – και της επακόλουθης καταστροφής – στους επενδυτές θα επιτρεπόταν κάποια ανησυχία. Για όσους ανησυχούν για «φούσκα» στις τιμές, η MS εξηγεί ότι υπάρχουν ορισμένες βασικές διαφορές μεταξύ του τώρα και του τότε. Πρωτίστως, η προ της χρηματοπιστωτικής κρίσης (GFC) άνοδος των τιμών των κατοικιών τροφοδοτήθηκε από τους χαλαρούς όρους δανεισμού που οδήγησαν τη ζήτηση σε μη βιώσιμα επίπεδα και τελικά προκάλεσαν σε ένα τσουνάμι αθετήσεων, όταν οι δανειολήπτες με επικίνδυνα ενυπόθηκα προϊόντα δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν αναχρηματοδότηση. Αυτή τη φορά, τα πρότυπα δανεισμού δεν ξέφυγαν από τα ιστορικά όρια, ενώ η προσφορά παρέμεινε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, εξηγούν οι αναλυτές.

Μια άλλη βασική διαφορά σε σχέση με τη δεκαετία του 2000 είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό του ενυπόθηκου χρέους είχε κυμαινόμενο επιτόκιο και η αύξηση των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων πίεζε τόσο τους υποψήφιους αγοραστές όσο και τους ιδιοκτήτες κατοικιών. Αντίθετα, σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των ενυπόθηκων δανείων είναι σταθερού επιτοκίου με λογικές μηνιαίες πληρωμές που βασίζονται σε επιτόκια υποθηκών που είναι κατά μέσο όρο 175 μονάδες βάσης κάτω από το ισχύον επιτόκιο. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες κατοικιών αντιμετωπίζουν μικρή νέα πίεση επειδή έχουν «κλειδωμένα» χαμηλότερα επιτόκια, αλλά το γεγονός περιορίζει τις πιθανότητες να βάλουν πωλητήριο στα σπίτια τους. Σε αυτό το περιβάλλον, η μείωση των διαθέσιμων κατοικιών στην αγορά σημαίνει μειωμένες πωλήσεις και μεγαλύτερη στήριξη για τις τιμές των κατοικιών.

Πώς θα διαμορφωθεί η αγορά

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναλυτές της MS αναρωτιούνται πού πάμε από εδώ και πέρα και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι τιμές των κατοικιών και οι στεγαστικές δραστηριότητες θα ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους. Για να το θέσουμε απλά, η στεγαστική δραστηριότητα θα πρέπει να μειωθεί, αλλά οι τιμές των κατοικιών θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται. Τα στοιχεία για τις πωλήσεις κατοικιών έχουν ήδη αποδυναμωθεί σε όλες τις αιτήσεις αγοράς, τις πωλήσεις υφιστάμενων κατοικιών και τις πωλήσεις νέων κατοικιών. Παρά την πτώση του όγκου των πωλήσεων, η έλλειψη σπιτιών σε συνδυασμό με τα ισχυρά πρότυπα δανεισμού θα πρέπει να διατηρήσουν τις αθετήσεις και τις κατασχέσεις σε χαμηλά επίπεδα και τις τιμές των κατοικιών προστατευμένες. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών θα επιβραδυνθεί, αλλά θα εξακολουθήσει φέτος με 10% και να αυξάνεται περαιτέρω κατά 3% έως τον Δεκέμβριο του 2023.

«Αυτός ο συνδυασμός περιορισμένης προσφοράς, συγκρατημένου κινδύνου αθέτησης και υποστηριζόμενων τιμών κατοικιών αποτελεί τεράστια διαφορά από τη δεκαετία του 2000, οπότε θεωρούμε ότι τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται σε ενυπόθηκα δάνεια (ΜΒS) για μονοκατοικίες αποτελούν ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες.

Διαβάστε ακόμα:

Ηλεκτροκίνηση στην ΕΕ: Ολοκληρωμένο δίκτυο έως και 6,8 εκατ. δημόσιων σημείων φόρτισης έως το 2030

Wood & Company: Αυξάνει τις τιμές στόχους για Motor Oil και ΕΛ.ΠΕ.

Νέα βουτιά για την τουρκική λίρα – Απώλειες άνω του 20% το 2022