Επενδύσεις σε ελληνικές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αναζητούν συνταξιοδοτικά ταμεία (pension funds) από Δανία και Καναδά σύμφωνα με αμερικανικές τραπεζικές πηγές. Την ίδια περίοδο, αυξάνουν τα αιτήματα από long term investors προς επενδυτικές τράπεζες, προκειμένου να δραστηριοποιηθούν στο ελληνικό χρηματιστήριο σε τράπεζες, real estate, υποδομές, τουρισμό, αλλά και σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Οπως θα δούμε, για να εδραιωθεί μια ροή κεφαλαίων προς το Χρηματιστήριο και την οικονομία, ανάλογη με εκείνη του 2008, χρειάζεται μια πιστοποίηση ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα εισέλθουν σε μια περίοδο ανάπτυξης και κερδών, ενώ ταυτόχρονα οι τράπεζες θα τη χρηματοδοτούν αφού επιταχύνουν περισσότερο την εξυγίανση των ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια.

Οι προϋποθέσεις, όμως, για την ενεργοποίηση των προαναφερόμενων deals είναι αφενός η Ελλάδα να επιβεβαιώσει ότι εισέρχεται σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% και αφετέρου οι τράπεζες να επιταχύνουν τη μείωση των κόκκινων δανείων, ακόμη και με λύση μιας bad bank από όλες τις τράπεζες – πέραν της λύσης του σχήματος APS που αναμένεται να νομοθετηθεί το επόμενο διάστημα.

Σύμφωνα με πηγές από αμερικανική τράπεζα, λοιπόν, η εικόνα της Ελλάδας έχει βελτιωθεί στις ΗΠΑ και το εξωτερικό, καθώς οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται ασφαλείς με μια φιλοεπενδυτική κυβέρνηση, αλλά και με μια αντιπολίτευση η οποία έχει απομακρυνθεί από τα όσα υποστήριζε το 2014-2015.

Οι εκδόσεις ομολόγων ΟΤΕ και ΕΛ.ΠΕ.

Σε σχέση με το παρελθόν, οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται πιο σίγουροι σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους της Ελλάδας, καθώς έχει διευθετηθεί για αρκετά χρόνια. Ναι μεν το χρέος παραμένει υψηλό προς το ΑΕΠ, ωστόσο η πρόοδος που έχει συντελεστεί, αλλά και μια μείωση στα πρωτογενή πλεονάσματα θα δημιουργήσει τον απαραίτητο χώρο προκειμένου να προχωρήσει μια δραστικότερη μείωση του χρέους μέσω της ανάπτυξης.

Οι πρόσφατες εκδόσεις των ομολόγων από τον ΟΤΕ με κουπόνι 0,875% και των Ελληνικών Πετρελαίων με 2% αποτελούν προσωπική επιτυχία των διοικήσεων των εταιρειών, οι οποίες παρουσίασαν ένα σοβαρό πιστωτικό αφήγημα (credit story) προς τους επενδυτές. Ναι μεν η συγκυρία είναι θετική χάρη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο οι ξένοι επενδυτές πείστηκαν από τις διοικήσεις.

Προτιμούν εξάλλου να απολαμβάνουν αποδόσεις 0,875% και 2%, παρά να έχουν τα αρνητικά επιτόκια των ευρωπαϊκών εταιρειών. Ομως, ο συνομιλητής μας προσθέτει ότι έχει δημιουργηθεί μια ευφορία ότι όλοι μπορούν να δανειστούν με τα ίδια επιτόκια. Αυτό δεν ισχύει, κατά τη γνώμη του, καθώς οι διοικήσεις πρέπει να πείσουν, όπως έκαναν οι διοικήσεις σε ΟΤΕ – ΕΛ.ΠΕ. παρουσιάζοντας ένα βιώσιμο πλάνο.

Εκτός από τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, οι διαχειριστές κεφαλαίων εμφανίζονται επιφυλακτικοί εν μέσω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, αλλά και του νέου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ – Ευρώπης. Οι επενδυτές βλέπουν τις αγορές παραδοσιακά μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, συνεπώς μέχρι τότε είναι ο χρόνος των κινήσεών τους φέτος, εξ’ ου και δεν αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο σε αναδυόμενες περιφερειακές αγορές, όπως η ελληνική. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, τα αρνητικά επιτόκια θα παραμείνουν στις αγορές καθώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη για αντίστροφη κίνηση, δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια λόγω πληθωρισμού.

Οι ίδιες αμερικανικές πηγές υποστηρίζουν πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν προχωρήσει ταχύτατα στη μείωση των κόκκινων δανείων. Ομως, η σύγκριση των ευρωπαϊκών τραπεζών με τις αντίστοιχες ελληνικές από πλευράς Δείκτη NPE είναι σαφώς υπέρ των πρώτων, καθώς ο ελληνικός δείκτης κατά μέσο όρο κινείται στο 45% και θα μειωθεί σε μια τράπεζα στο 13% το 2021, ενώ οι ευρωπαϊκές διαθέτουν ήδη μονοψήφιο δείκτη. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν παράγοντες αμερικανικής τράπεζας, η Ελλάδα θα έπρεπε να εξετάσει πάλι τη συστημική λύση με τη δημιουργία μιας κακής τράπεζας, ώστε να μειωθεί ταχύτερα ο μεγάλος όγκος των κόκκινων δανείων – ο οποίος αποτελεί ήδη μια μεγάλη αγορά για τις εταιρείες διαχείρισης NPE.

Οι ξένοι επενδυτές, οι οποίοι είναι πελάτες της αμερικανικής τράπεζας, επιδιώκουν να δουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην οικονομία και αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν προηγουμένως δεν προχωρήσει η χρηματοδότηση από τις τράπεζες και από τα εταιρικά ομόλογα στο Χ.Α. Η τελευταία αγορά χρειάζεται να αναπτυχθεί περαιτέρω για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αφού οι ξένες αγορές ομολόγων είναι ανοιχτές για τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις με εκδόσεις μόνο άνω των 200 εκατ. ευρώ και εφόσον υπάρχει ρευστότητα.