Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε για τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας κρίσης χρέους και προέτρεψε τις κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες να συνειδητοποιήσουν ότι τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δεν αρκούν για να αντιμετωπισουν την επόμενη γενικευμένη οικονομική κρίση.

Στην εξαμηνιαία έκθεση Global Economic Prospects (GEP), αναφέρει ότι από τα τέσσερα κύματα συσσώρευσης χρέους που έλαβαν χώρα τα τελευταία 50 χρόνια, το σημερινό, που ξεκίνησε το 2010 μετά την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – είναι “η μεγαλύτερη, ταχύτερη και ευρύτερη αύξηση” του παγκόσμιου δανεισμού από τη δεκαετία του ’70.

Τα χαμηλά επιτόκια δεν είναι πανάκεια

Η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε ότι ενώ τα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων – που οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένεται να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα – “μετριάζουν ορισμένους από τους κινδύνους που συνδέονται με υψηλά επίπεδα χρέους”, τα τρία προηγούμενα κύματα ευρείας συσσώρευσης χρεών έληξαν με χρηματοπιστωτικές κρίσεις σε πολλές αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες.

“Τα χαμηλά παγκόσμια επιτόκια παρέχουν μόνο μια επισφαλής προστασία έναντι χρηματοπιστωτικών κρίσεων”, ανέφερε στην έκθεσή του ο Αϊχαν Κοζέ, διευθυντής της ομάδας προοπτικών της Παγκόσμιας Τράπεζας.

“Η ιστορία των προηγούμενων κυμάτων συσσώρευσης χρεών δείχνει ότι αυτά τα κύματα τείνουν να έχουν κακό τέλος. Σε ένα εύθραυστο παγκόσμιο περιβάλλον, η διόρθωση των πολιτικών είναι αναγκαία για την μείωση του κινδύνου που συνδέεται με το σημερινό κύμα δανεισμού. ”

Η μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών

Το 2018, το παγκόσμιο χρέος ανέβηκε στο υψηλότερο επίπεδο του 230% περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ανέφερε η Παγκόσμια Τράπεζα. Ενώ το συνολικό χρέος των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο του 170% του ΑΕΠ. Αυτό σημείωσε αύξηση από 54 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2010.

Η Κίνα αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης χρέους, εν μέρει λόγω μεγέθους, αλλά η Παγκόσμια Τράπεζα τόνισε ότι η αύξηση του δανεισμού είναι γενικευμένη από το 2010.

Το λεγόμενο «τέταρτο κύμα» του παγκόσμιου χρέους βρέθηκε ότι έχει πολλές ομοιότητες με τα προηγούμενα τρία: ένα ρευστό παγκόσμιο οικονομικό τοπίο, αυξανόμενα τρωτά σημεία και ανησυχίες σχετικά με την αναποτελεσματική χρήση δανεικών. Τα πρώτα τρία κύματα παγκόσμιας συσσώρευσης χρεών έλαβαν χώρα τις περιόδους 1970-1989, 1990-2001 και 2002-2009.

Τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις

Η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει ένα μενού τεσσάρων πολιτικών επιλογών για τις χώρες ώστε να μειωθεί η πιθανότητα εκδήλωσης μιας καταστρεπτικής κρίσης λόγω παγκόσμιου χρέους – ή αν αποδειχθεί αναπόφευχτη, να μετριαστεί ο αντίκτυπός της:

Πρώτον, θα πρέπει να υπάρχει σωστή διαχείριση του χρέους και διαφάνεια – κάτι που θα συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού και θα κρατήσει χαμηλά τους δημοσιονομικούς κινδύνους.

Δεύτερον, χρειάζονται ισχυρά νομισματικά, συναλλαγματικά και δημοσιονομικά πλαίσια πολιτικής ωστε να προφυλάξουν τις αναπτυσσόμενες και τις αναδυόμενες οικονομίες σε ένα εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον.

Τρίτον, απατείται ισχυρή ρύθμιση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα για την αναγνώριση και αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων.

Τέταρτον, χρειάζεται αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και πολιτικές που προωθούν την καλή εταιρική διακυβέρνηση – ωστε τα δανεικά να αξιοποιούνται κατά το δυνατόν πιο παραγωγικά.

Προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη

Η Παγκόσμια Τράπεζα αναβάθμισε οριακά την εκτίμησή της για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη από 2,4% σε 2,5% για το 2020 στην έκθεση, αλλά προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι επιβράδυνσης θα παραμείνουν.

«Με την ανάπτυξη των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών να παραμένη αργή, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα πρέπει να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να προβούν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν τη γενική ανάπτυξη που είναι απαραίτητη για τη μείωση της φτώχειας», δήλωσε η Σεϊλά Παζαρμπασιογκλού, αντιπρόεδρος της Equitable Growth, Finance and Institutions, στην έκθεση.

“Τα βήματα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, του κράτους δικαίου, της διαχείρισης του χρέους και της παραγωγικότητας μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη σταθερής ανάπτυξης”.