Με τον πληθωρισμό να σπάει τα ρεκόρ από τη δεκαετία του 1980 και τις προσδοκίες για τα επιτόκια να διαμορφώνονται όλο και ψηλότερα, το οικονομικό τοπίο αλλάζει δραματικά και δημιουργεί νέα δεδομένα για τις αγορές.

Στο «ραντάρ» των αναλυτών μπαίνει πλέον και το ενδεχόμενο οικονομικής επιβράδυνσης, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται σε φαινόμενο με διάρκεια, ενώ τον προβληματισμό εντείνουν και οι πολιτικές μηδενικού covid στην Κίνα, που μπορεί να μεγεθύνουν τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ανατροφοδοτώντας περαιτέρω τον πληθωρισμό.

Την περασμένη εβδομάδα, ο θεωρούμενος «γκουρού» των επενδυτών, ο Γουόρεν Μπάφετ, στην ετήσια συνέλευση των μετόχων της εταιρείας του, Berkshire Hathaway, αποκάλυψε ότι το τελευταίο διάστημα έχει επενδύσει περί τα 51 δισ. δολάρια στο αμερικανικό χρηματιστήριο, αξιοποιώντας τη διόρθωση των τιμών των μετοχών.

Ανάμεσα στις επιλογές του, όπως είπε, είναι μετοχές των πετρελαϊκών Chevron και Occidental.

Το ενδιαφέρον είναι ότι την ίδια στιγμή που ανακοίνωσε επενδύσεις σε αμερικανικές μετοχές, ο Μπάφετ χαρακτήρισε καζίνο τις χρηματιστηριακές επενδύσεις το τελευταίο διάστημα, αναφερόμενος κυρίως στην άνθηση που γνώρισαν οι ψηφιακές πλατφόρμες αγοραπωλησίας μετοχών τύπου RobinHood και το ράλι που παρουσίασαν πολλές μετοχές, τεχνολογίας αλλά και οι λεγόμενες penny stocks.

Οι δηλώσεις του Μπάφετ έφεραν στο προσκήνιο το ενδεχόμενο αλλαγής των επενδυτικών επιλογών λόγω των νέων οικονομικών δεδομένων, κυρίως της ανόδου των επιτοκίων.

Το αφήγημα που συντήρησε τη μεγάλη άνοδο των μετοχών που σημειώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας ήταν ότι με μηδενικά επιτόκια, η επένδυση σε μετοχές ευνοείται, καθώς οι έντοκες τοποθετήσεις δεν είναι ανταγωνιστικές και, με τα ίδια κέρδη, οι τιμές τους «άξιζαν να είναι υψηλότερα, με μεγαλύτερο δείκτης τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (δείκτης P/E).

Την ίδια στιγμή οι τεράστιες κρατικές δαπάνες που έγιναν για τη στήριξη της οικονομίας -μεγαλύτερες στις ΗΠΑ, αλλά διόλου αμελητέες και στην Ευρώπη- σε συνδυασμό με τις μαζικές αγορές ομολόγων (το λεγόμενο «τύπωμα χρήματος») διοχέτευσαν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων στην αγορά, από τα οποία σημαντικό ποσοστό κατέληξε σε τοποθετησεις μετοχών.

Οι μαζικές εισροές κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την είσοδο πολλών νέων μικροεπενδυτών και τη ραγδαία ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών λόγω πανδημίας, έστρεψε πολλά κεφάλαια σε μετοχές τεχνολογίας, οι οποίες κινήθηκαν ψηλότερα.

Τώρα, όμως, το σκηνικό αντιστρέφεται, καθώς οι κεντρικές τράπεζες σπεύδουν να δηλώσουν αφενός ότι θα σταματήσουν τις αγορές ομολόγων, αλλά και ότι θα ανεβάσουν τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό.

Στις ΗΠΑ θεωρείται δεδομένο ότι στο τέλος του χρόνου τα επιτόκια θα βρίσκονται πάνω από το 2,5%. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εμφανίζεται πολύ διστακτική στο να ανεβάσει τα επιτόκια –επειδή ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη οφείλεται κυρίως στην ακριβή ενέργεια και όχι σε προβλήματα αυξημένης ζήτησης λόγω υπερθέρμανσης της οικονομίας όπως στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, φαίνεται ότι ο κύβος έχει ριφθεί και στη Φρανκφούρτη, καθώς ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς Ντε Γκίντος, δήλωσε προχθές ότι δεν βλέπει κανέναν λόγο για να μη σταματήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τον Ιούλιο, ενώ είπε και ότι αμέσως μετά από τη διακοπή αυτή θα ακολουθήσει αύξηση επιτοκίων.

Είναι σαφές ότι το χρηματοοικονομικό τοπίο αλλάζει, ενώ την ίδια στιγμή μεταβάλλονται και οι προσδοκίες για τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς, καθώς το ενδιαφέρον στρέφεται σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας, όπως κατ΄εξοχήν οι ενεργειακές εταιρείες, κυρίως οι αμερικανικές που επωφελούνται τα μέγιστα από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και τη σχεδιαζόμενη απεξάρτηση της Ευρώπης από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά.

Διαβάστε ακόμη

Ψηλά παραμένει η φήμη Ελλάδας και Αθήνας στους τουρίστες – Ο αντίκτυπος από Ουκρανία και πανδημία (γράφημα)

Taxisnet: 80.000 ζευγάρια αναζητούν… κλειδάριθμο – Περιθώριο 2 μηνών

Επισιτιστική ανασφάλεια: Μπορεί η ιστορική έλλειψη σε λιπάσματα να απειλήσει τον κόσμο;