Το πρώτο και βασικότερο στοιχείο που εξετάζει ένας οιοσδήποτε επενδυτής που θέλει να φτιάξει μια μονάδα παραγωγής, είναι πώς θα απορροφηθεί το παραγόμενο προϊόν, είτε πρόκειται για ντομάτες είτε πρόκειται για κάποιο βιομηχανικό προϊόν. Κι όμως αυτή τη βασική παράμετρο, κάποιοι την ξεχνούν και στο τέλος βρίσκονται σε απόγνωση βλέποντας την παραγωγή τους στα αζήτητα και την επένδυσή τους στα κόκκινα.

Τα τελευταία 15-20 χρόνια έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για την αδήριτη αναγκαιότητα της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην πράσινη οικονομία. Το θέμα γιγαντώθηκε πριν από τρία χρόνια όταν ξέσπασε η ενεργειακή κρίση λόγω της διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία εξ αιτίας του Ουκρανικού πολέμου. Όλη η Ευρώπη κινητοποιήθηκε να βρει επειγόντως εναλλακτικής μορφές ενέργειας και να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο και τους εκβιασμούς με τις τιμές και το ανοιγοκλείσιμο της στρόφιγγας.

Στη χώρα μας, που θεωρείται ιδανική και πλούσια σε πρώτες ύλες των ανανεώσιμων πηγών, δηλαδή σε ήλιο και αέρα, οι επενδύσεις στον τομέα αυτό, πήραν κυριολεκτικά φωτιά. Γέμισε ο τόπος ανεμογεννήτριες στις πιο απίθανες βουνοκορφές και οι κάμποι με φωτοβολταϊκά πάνελς. Ωσάν να ανακαλύφτηκε το νέο Ελ Ντοράντο. Αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και μετέτρεψαν τα χωράφια τους σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και μεγαλοεπενδυτές και funds απ’ όλο τον κόσμο έσπευσαν να επενδύσουν στη νέα χρυσή ευκαιρία για γρήγορη και εγγυημένη κερδοφορία. Έτσι, επήλθε τάχιστα ο κορεσμός. Και τώρα, κλαίνε όλοι μαζί αφού οι επενδύσεις και οι επιλογές τους όχι απλά δεν αποδίδουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν καν απόσβεση των χρημάτων που επενδύθηκαν. Οι δε τράπεζες, που συνήθως πρώτες βλέπουν τους κινδύνους για τα δάνειά τους, γυρίζουν τώρα την πλάτη σε τέτοιου είδους δανειοδοτήσεις.

Και θα αναρωτηθεί κανείς γιατί φθάσαμε σε μια τέτοια νέου τύπου κρίση ενέργειας. Οι λόγοι είναι απλοί κι έχουν να κάνουν με την αρχική διατύπωση περί προγραμματισμού και εξασφάλισης της πώλησης του παραγόμενου προϊόντος.

Διότι μόλις σε λίγα χρόνια, διαπιστώθηκε στην πράξη πως υπάρχει πλέον υπερβάλλουσα παραγωγή η οποία δεν μπορεί να απορροφηθεί από την εγχώρια ζήτηση. Και γι’ αυτό πολύ συχνά, πετιούνται από τον διαχειριστή, εκτός συστήματος, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για να μη δημιουργηθεί γενικό μπλακ άουτ στη χώρα όπως έγινε πρόσφατα στην Ισπανία, με τεράστιες επιπτώσεις.

Δηλαδή η αρμόδια ρυθμιστική αρχή έδινε αβέρτα άδειες χωρίς να λαμβάνει υπόψη που θα καταναλώνεται το παραγόμενο ρεύμα όταν θα ολοκληρώνονταν οι εγκεκριμένες επενδύσεις. Ευλόγως θα αναρωτηθεί κανείς «μα, γιατί δεν εξάγουμε το παραπανίσιο ηλεκτρικό ρεύμα σε γειτονικές χώρες όπου ενδεχομένως έχουν ανάγκες;». Η απάντηση, όσο κι αν εκπλήσσει, είναι πως ο ΑΔΜΗΕ που είναι ο επίσημος διανομέας, δεν έχει κάνει όλα τα προηγούμενα χρόνια, τις απαραίτητες επενδύσεις ώστε το δίκτυο να αντέχει τα φορτία ούτε και τις ενισχυμένες διασυνδέσεις για εξαγωγές μεγάλων φορτίων. Ούτε επίσης έχουν γίνει κάποιες σοβαρές επενδύσεις, ώστε να αποθηκεύεται ηλεκτρική ενέργεια σε μεγάλες μπαταρίες όταν υπάρχει υπερπροσφορά από τις ΑΠΕ και να χρησιμοποιείται όταν πέφτουν οι αέρηδες.
Έτσι, φθάσαμε σήμερα σε μια κωμικοτραγική κατάσταση όπου μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού -που τα προηγούμενα χρόνια έκαναν μεγάλες επενδύσεις και συγκέντρωση μέσω εξαγορών μικρών μονάδων- να διαπιστώνουν πως μέχρι και το 40% της παραγωγής τους να χάνεται γιατί δεν μπορεί ο σύστημα να το απορροφήσει.

Ψάχνουν λοιπόν να βρουν αγοραστές για την επένδυσή τους για να αποχωρήσουν, όταν την ίδια ώρα οι τράπεζες δεν αναλαμβάνουν πλέον να δανειοδοτήσουν νέες αιτήσεις για ΑΠΕ είτε αφορά μικρούς είτε και μεγαλύτερους επενδυτές. Χώρια που κάποια μεγαλόπνοα σχέδια για θαλάσσια αιολικά πάρκα μπήκαν στο ψυγείο.
Κι όλα αυτά γιατί οι έννοιες του προγραμματισμού του σχεδιασμού και των μελετών με όλες τις παραμέτρους της αγοράς, προφανώς δεν έχουν γίνει ή έχουν γίνει στο περίπου.
Για μια ακόμα δε φορά, αποδεικνύεται πως είμαστε η χώρα της υπερβολής – σε όλα. Υπερβολές που πολύ συχνά πληρώνουμε ακριβά.