Την επόμενη Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου το ΔΣ της ΕΚΤ συνεδριάζει στη Φρανκφούρτη με ατζέντα τα θέματα νομισματικής πολιτικής. Η συγκεκριμένη συνεδρίαση έχει έντονο ελληνικό ενδιαφέρον καθώς κατά τη διάρκειά της θα αποφασισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ (APP) αφού λήγει το ειδικό πρόγραμμα της πανδημίας (PEPP).

Προφανώς και η ΕΚΤ δεν έχει καμία διάθεση να αφήσει την Ελλάδα ανοχύρωτη στις διαθέσεις των αγορών, αλλά η συμμετοχή των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και μετά τη λήξη του PEPP δεν είναι μια εύκολη υπόθεση για την Ελλάδα, καθώς η χώρα δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα.

Οι περισσότεροι προεξοφλούν ότι τελικά θα βρεθεί η χρυσή τομή, δηλαδή μια ευέλικτη ερμηνεία του πλαισίου ώστε να περιληφθούν και τα ελληνικά ομόλογα στα προγράμματα της ΕΚΤ.

Ωστόσο, υπάρχουν δύο σημεία που ανεξάρτητα το καθένα αλλά και σε συνάρτηση το ένα με το άλλο, αυξάνουν την αβεβαιότητα σε σχέση με τις επικείμενες αποφάσεις της ΕΚΤ. Το πρώτο είναι ότι έχουμε μια νέα γερμανική κυβέρνηση και κυρίως τον Κρίστιαν Λίντνερ στο υπουργείο Οικονομικών, ο οποίος πολιτεύεται ως φανατικός υπέρμαχος των δημοσιονομικών κανόνων του Μάαστριχ και της συγκράτησης του δημοσίου χρέους τόσο της Γερμανίας αλλά και των κρατών – μελών της Ευρωζώνης. Η δεύτερη σημαντική παράμετρος είναι η νομική ομπρέλα και χειρισμός πάνω στο οποίο θα “κουμπώσει” η επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων. Ανάλογα με το νομικό πλαίσιο που θα διαμορφωθεί για την απόφαση θα κινηθούν και τα πολιτικά ζητήματα που εγείρει μια τέτοια απόφαση.

Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις συμπίπτουν με μια περίοδο όπου και η ΕΚΤ ιχνηλατεί τις προθέσεις της νέας γερμανικής κυβέρνησης.

Η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας είναι δύο διαβαθμίσεις μακριά από την επενδυτική βαθμίδα κατά την Standard & Poors και τη Fitch ενώ, σύμφωνα με τη Moody’s, απέχουμε τρεις διαβαθμίσεις και το πιθανότερο είναι να αποκτήσουμε επενδυτική αξιολόγηση στις αρχές του 2023.

Δεν αποκλείεται οι προϋποθέσεις ένταξης των ελληνικών ομολόγων στα προγράμματα της ΕΚΤ να συνδεθούν με δυσάρεστες εκπλήξεις- απαιτήσεις. Όπως για παράδειγμα μια ενδεχόμενη παράταση του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας που λήγει το 2022 ή κάποιους νέους όρους σε σχέση με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.