Πριν από λίγες ημέρες ήταν οι γονείς του Άλκη, στη Θεσσαλονίκη. Παλαιότερα εκείνοι της Τοπαλούδη, του μικρού Άλεξ. Τι να πρωτοθυμηθείς και να μην τρέχουν τα μάτια σαν βρύσες με πικρό νερό. Τόσες ιστορίες που στοίχειωσαν τα πλάνα στις οθόνες μας, άλλα τόσα γεγονότα που μπορεί να μην είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας, να μην τα μάθαμε ποτέ.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τραγικές φιγούρες οι γονείς. Αυτοί οι γονείς. Που έχασαν τα παιδάκια τους και ντύθηκαν στα μαύρα οι ψυχές τους, που έμεινε για πάντα άδεια η αγκαλιά τους.

Δεν έχει σημασία ο λόγος που τα παιδιά τους έγιναν άγγελοι, δεν έχει σημασία εάν κάποιος τους πήρε τη ζωή ηθελημένα, εάν έγινε κάποιο δυστύχημα ή κάποια αρρώστια τους βύθισε στο πένθος. Όταν πεθάνουν οι γονείς, τα παιδιά μένουν ορφανά. Αντίστοιχα, όταν τα παιδιά πεθάνουν, οι γονείς μένουν πίσω βουβές σκιές, χωρίς τα σπλάχνα τους και δεν υπάρχει καμία λέξη να αποδώσει το κρίμα.

Ως γονέας, μόνο φευγαλέα μπορώ να το σκεφτώ και αυτόματα η καρδιά μου σφίγγεται, κρύος ιδρώτας κυλά στο πρόσωπό μου – και μόνο ως ιδέα, ως εφιάλτης. Γνωρίζω προσωπικά πολλούς γονείς που νεκροφίλησαν τα παιδιά τους, ξέρω αρκετούς που συνεχίζουν να ζουν και το μυαλό τους να είναι σε άλλη διάσταση, να παλεύουν σε αυτή τη ζήση χωρίς ελπίδα.

Ο Γιάννης Ρίτσος, τη συλλογή πολύστιχων ποιημάτων Υδρία -η οποία κυκλοφόρησε το 1957- την αφιέρωσε στη Φωτεινούλα Φιλιακού, η οποία έφυγε από τη ζωή όταν ήταν 2 χρόνων. Ο εθνικός ποιητής μας, σε ένα από τα ποιήματά του, κατάφερε να αποδώσει το δυσβάσταχτο Σχήμα της απουσίας

«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄ τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι».

Αλίμονο στις μανάδες και στους πατεράδες που δεν έχουν τα παιδάκια τους, δεν υπάρχουν λόγια να τους πεις, να τους προσφέρεις καμιά παρηγοριά. Αυτή η πληγή δεν θα κλείσει ποτέ, παρά μόνο όταν οι ίδιοι κλείσουν τα μάτια τους.

Καμιά Δικαιοσύνη δεν υπάρχει επί Γης για αντίδοτο, παρά το ότι όλοι μας τους έχουμε στις καρδιές μας, σαν να βρήκε εμάς το κακό που τους χτύπησε, σαν να ζούμε μαζί τους την απόλυτη απουσία, να ενώνονται τα δάκρυά μας και να γίνονται ποτάμι…