Και ξαφνικά, αδήριτη εμφανίστηκε για την Ευρωπαϊκή Ένωση η ανάγκη όχι απλώς να «ενισχύσει», όπως κατ’ ευφημισμό λέγεται, την άμυνά της, αλλά να δημιουργήσει εξ υπαρχής τη δική της αμυντική οργάνωση και «βιομηχανία». Οι απειλές έρχονται από πολλές πλευρές, όχι μόνο από εχθρούς αλλά και από συμμάχους (ή «συμμάχους»).

Τη φούρια πυροδότησαν οι εκτός λογικής, όχι, όμως, δυστυχώς, εκτός πραγματικότητας, δηλώσεις του πρώην Προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για το ανώτατο αξίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών, του ανθρώπου –δεν χρειάζεται αλλά και δεν θέλω να πω το όνομά του- που έχει βαλθεί να ξεχαρβαλώσει, με τη βοήθεια όλων των αυταρχικών, την παγκόσμια ισορροπία. Ο άνθρωπος αυτός, που δεν θα απασχολούσε ούτε εκ του πλαγίου αν δεν είχε πιθανότητες να ξαναπάρει στα χέρια του τα «κλειδιά του κόσμου», σε δήθεν «συζήτηση» -που προφανώς δεν έλαβε χώρα- με «ηγέτη άλλης χώρας» -κανείς δεν θα του μιλούσε και πάντως δεν θα τον ρωτούσε τις παλαβομάρες που εκείνος περίμενε για να πει τις ακόμα μεγαλύτερες δικές του-, είπε ότι αν μια ευρωπαϊκή χώρα «δεν πλήρωνε» (τη συνδρομή της στο ΝΑΤΟ), εκείνος, ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν θα την «προστάτευε», αλλά θα «ενθάρρυνε τους Ρώσους να κάνουν ό,τι διάβολο θέλουν». Με τέτοιους «συμμάχους», που δεν γνωρίζουν ούτε ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι λέσχη στην οποία αν δεν πληρώσεις σε ρίχνουν στα σκυλιά, ούτε ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν είναι μια λεόντειος οικονομική συμφωνία αλλά μια στρατηγική συνεργασία, τι να τους κάνει τους εχθρούς η Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως έχουν τα πράγματα, χρειάζεται ζωτικά τις ΗΠΑ και, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, οι ΗΠΑ βρίσκονται, ήδη, «αλλού»: η προσοχή και η αγωνία τους είναι στραμμένη κυρίως στην Ασία, αλλά και στις θανάσιμες εσωτερικές τους έριδες.

Οι «ό,τι διάβολο θέλουν», από την άλλη, όλο και προχωρούν και όλο και περισσότερο απειλούν την εύθραυστη Ευρώπη. Η βδομάδα που πέρασε είχε δυο συγκλονιστικά γεγονότα: την επανάκτηση εδαφών από τη Ρωσία στην Ουκρανία και τη δολοφονία του Ναβάλνι, του μόνου που σήκωνε φωνή ενάντια στο καθεστώς Πούτιν. Τα σύννεφα πυκνώνουν στα όρια του συναγερμού αν προστεθούν οι ενδο-αμερικανικές και οι ενδο-ευρωπαϊκές δυσκολίες για χορήγηση και αποστολή βοήθειας στους Ουκρανούς αμυνόμενους, η απώλεια ψυχραιμίας (ή και πίστης;) απόν ίδιο τον ως τώρα ατρόμητο Ουκρανό Πρόεδρο (η αποπομπή του επικεφαλής του στρατού δεν δείχνει τίποτα καλό για την κατάσταση στο μέτωπο και τις προοπτικές του πολέμου) και οι όλο και πιο ανοιχτές απειλές του Πούτιν κατά Ευρωπαίων αξιωματούχων (η Πρωθυπουργός της Εσθονίας μπήκε στη λίστα των προγραφών), χωρών (με πρώτη την Πολωνία, στην οποία, λόγω αλλαγής ηγεσίας και προσανατολισμού, ο Ρώσος δικτάτορας νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο) και θεσμών (του ΝΑΤΟ αλλά και της ίδιας της Ένωσης). Τις προάλλες, στην παραληρηματική συνέντευξή του στον αγράμματο πρώην «αστέρα» της Fox News, ο Πούτιν καυχήθηκε ότι, παρά τα διάφορα εμπάργκο, η οικονομία της Ρωσίας πάει καλά, παράγει όπλα και μπορεί να κάνει την Ευρώπη, παρόλο που «δεν τον ενδιαφέρει», μια χαψιά.

Το ίδιο το ΝΑΤΟ, ως στρατηγική σύλληψη αλλά και ως ασπίδα προστασίας, έχει πάψει από αρκετό καιρό να καλύπτει τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν θα πω, όπως είπε ο Μακρόν πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ότι είναι «εγκεφαλικά νεκρό», είναι, όμως, φτιαγμένο για άλλες εποχές. Και δεν θα μπει, για την Ευρώπη, στη σημερινή εποχή, αν απλώς αυξήσουν την οικονομική συνεισφορά τους τα ευρωπαϊκά μέλη του: ήδη, ενώ το 2016, μόνο 5 κράτη της Ένωσης (με πρώτη την Ελλάδα) αφιέρωναν τουλάχιστον 2% του προϋπολογισμού της στην άμυνα, σήμερα είναι 18. Αλλά η «ασπίδα» έχει διαρραγεί.

Το ΝΑΤΟ δεν δημιουργεί άμυνα για την Ευρώπη, της «δανείζει» απλώς μερικές από τις δυνατότητες των ΗΠΑ. Οι πρόσφατες εξελίξεις, στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί και η –μερική τουλάχιστον- «απώλεια» της Μεγάλης Βρετανίας, του μεγαλύτερου Ευρωπαίου «παραγωγού» και «καταναλωτή» άμυνας, καθώς και η σταδιακή μετάβαση της Γερμανίας στην εκ νέου στρατικοποίηση –με ό,τι συνειρμούς φέρνει σε επίπεδο Ιστορίας, αλλά και ευρωπαϊκής ισορροπίας- επιβάλλουν αλλαγή πεδίου μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες απόλυτης πρωτοτυπίας και μεγάλης πνοής. Η ώρα για τη «στρατηγική αυτονομία» όχι απλώς έχει φτάσει αλλά ήταν χτες –όμως ο εμπνευστής της, ο Γάλλος Πρόεδρος, δεν μπορεί ούτε να ηγηθεί ούτε να πείσει. Άλλο ένα τρένο που περνάει, ενώ αμέριμνοι βαδίζουμε στο σκοτάδι.