Παρότι είμαι παθιασμένος αθλητής, όσο μου επιτρέπει η ηλικία μου, και φίλαθλος, όλων των αθλημάτων, αποφεύγω, για λόγους αρχής, να χρησιμοποιώ αθλητικές μεταφορές στα δημόσια κείμενα μου. Και τούτο γιατί, όπως λέω τρεις την εβδομάδα στον γιο μου, πριν πιάσουμε τη συζήτηση για τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ο αθλητισμός είναι για να τον ασκείς και να τον βλέπεις, όχι για να τον συζητάς.

Αυτή τη φορά θα κάνω μια εξαίρεση και από τον δημόσιο κανόνα που έχω θέσει στον εαυτό μου – ελπίζοντας ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για εξαίρεση, αλλά για ανάδειξη: το «μέγα θέμα» που ανέκυψε με την πρωτοβουλία κορυφαίων ποδοσφαιρικών ομάδων να δημιουργήσουν τη δική τους λίγκα, και επομένως να διαλύσουν και τα εθνικά πρωταθλήματα και το Τσάμπιονς Λιγκ, αντανακλά, κατά την (ίσως επηρεασμένη από το πολύ ποδόσφαιρο) γνώμη μου, τις παθογένειες αλλά και τις προκλήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σημερινή συγκυρία.

Πράγματι, αυτή η «ξαφνική», αλλά από καιρό κυοφορούμενη, πρόθεση «απόσχισης» από το «ευρωπαϊκό σώμα» -δηλαδή, στο ποδόσφαιρο, από την Ουέφα- 12 μεγάλων ομάδων –από την Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία, αλλά (τυχαίο άραγε;) όχι από τη Γερμανία και τη Γαλλία- εμπεριέχει, αν δεν τη δούμε στενά αθλητικά, όλους τους «σπόρους του κακού», που απειλούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση: την οικονομική απληστία, την επιλογή εθνικών συνεννοήσεων αντί κοινών σχεδίων, την αγνόηση ή υποβάθμιση των «φιλάθλων», δηλαδή των πολιτών.

Πρώτο, φυσικά, το χρήμα. Βασικό αντανακλαστικό, που χρησιμοποιείται ως «επιχείρημα»: γιατί να πηγαίνουν τα λεφτά μας σε άλλους, γιατί να διαχειρίζονται άλλοι τα λεφτά που βγάζουμε εμείς ως ισχυροί ή ως καλοί «πωλητές»; Οι 12 ομάδες θα ήθελαν να βγάλουν από τη μέση την –πράγματι λειτουργούσα με αδιαφάνεια και ταγμένη και εκείνη στο οικονομικό κέρδος- ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Οι χώρες που αντιδρούν, όταν μια άλλη χώρα (πχ η Ελλάδα κατά την προηγούμενη κρίση) ή και περιοχές της ίδιας της χώρας (πχ στην Ιταλία), πέφτουν έξω, ή μένουν απλώς πίσω, θα ήθελαν να μην τους υπαγορεύει τη στάση τους η –πράγματι μη άμεσα νομιμοποιημένη και πολλές φορές αρτηριοσκληρωτική- Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Και οι δύο κάνουν, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο μεγάλο λάθος: «ξεχνούν» -στην πραγματικότητα: μόνο όταν τους συμφέρει- τη δύναμη, πολιτική και οικονομική, της ένωσης και ρίχνουν το βάρος στα διοικητικά προβλήματα της Ένωσης, δηλαδή του μηχανισμού που εξασφαλίζει την κοινή πορεία. Το ότι ο μηχανισμός έχει προβλήματα δεν το αρνείται κανείς, και πάντως σίγουρα όχι αυτοί που θέλουν και πονούν την ένωση ως ιδέα και ως σχέδιο. Αλλά αυτό διόλου δεν συνεπάγεται, τόσο από λογική όσο, το ξαναλέω, και από οικονομική άποψη, ότι η λύση βρίσκεται, ακόμα και για αυτούς που νομίζουν ότι τους συμφέρει, στο σπάσιμο σε επιμέρους ενότητες, στον αποχωρισμό των «ισχυρών» από τους λιγότερο ισχυρούς, στην άρνηση κάποιας κεντρικής «εξουσίας», ή έστω ρυθμιστικής αρχής.

Με πιο πρακτικά λόγια –και αυτό καλύπτει και αναδεικνύει και την ανάγκη συνεννόησης: και οι «μεγάλοι» έχουν καλύτερη θέση σε ένα μεγάλο σύνολο (χαρακτηριστικό πολιτικό παράδειγμα η Γερμανία και ποδοσφαιρικό ο εκάστοτε νικητής του Τσάμπιονς Λιγκ) και οι «μικροί» προστατεύονται και κερδίζουν (Ελλάδα και ομάδες που απλώς παίζουν στο Τσάμπιονς Λιγκ, αντίστοιχα) και το «προϊόν» είναι καλύτερο και επικερδέστερο, όταν μετέχουν, έστω ανταγωνιζόμενοι, πολλοί και διαφορετικοί.

Μένει το κρισιμότερο: η αγνόηση της vox populis. Παρά τα προβλήματα της Ένωσης ως λειτουργούντος οργανισμού, η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών όχι απλώς θέλουν, αλλά έχουν ενσωματώσει, τον κοινό βηματισμό: από τις μετακινήσεις, τις σπουδές, τις επιδοτήσεις, τις αποφάσεις, ως, ναι, τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, η ιδέα του «ανήκειν μέσα στη διαφορετικότητα» είναι βαθιά ριζωμένη και όσοι πολιτικοί την αγνοούν στην ουσία προδίδουν την αποστολή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εθνικά, και ατομικά, συμφέροντα, ούτε ότι δεν πρέπει να δίνεται αγώνας για να βελτιωθεί και το τεχνικό-διοικητικό κομμάτι.

Σημαίνει όμως, για παράδειγμα, ότι οι πολιτικοί ηγέτες οφείλουν να μη γαργαλάνε τα λαϊκιστικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά των πολιτών, να μη δηλώνουν ότι «νίκησαν» μόνον όταν όλα πάνε καλά και να ρίχνουν την ευθύνη στις «Βρυξέλλες» όταν κάτι, όπως σχεδόν πάντα γίνεται, στραβώσει. Το ίδιο ισχύει και για τον αθλητικό χώρο: η συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων, αυτών ακριβώς που δημιουργούν τα φαραωνικά τηλεοπτικά «πακέτα» που τώρα κάποιοι απαιτούν να κρατούν για τον εαυτό τους, είμαι βέβαιος ότι επιθυμούν ανοιχτές διοργανώσεις και όχι κλειστές λίγκες, αγώνες όλων μεταξύ όλων και ύπαρξη και Δαβίδ και Γολιάθ. Οι δε φίλαθλοι διαθέτουν ένα όπλο που οι πολίτες της Ένωσης δεν το έχουν: να κόψουν τη συνδρομή τους στους κατά τόπον cosmote.

Πιο ανεύθυνη, σχεδόν εγκληματική, είναι η απομάκρυνση από κοινά σχέδια και οργανώσεις, την εποχή κατά την οποία όχι μόνο οι συνεχόμενες κρίσεις αναδεικνύουν, στο πετσί ηγετών και πληθυσμών, τη σημασία της συνεργασίας, αλλά και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ όλα της τα βαρίδια, κάνει το ποιοτικό άλμα (βλ. το πολυσυζητημένο κείμενο του Gideon Rachman “The EU’s stability will again confound its critics”, στους Financial Times, 12/4/2021, όπου όλη η ουσία βρίσκεται σε αυτό το «again»).

Με όσα κάνουν αυτές τις μέρες, οι μεγαλοπαράγοντες των ομάδων δεν στέλνουν την μπάλα, και τον εαυτό τους, άουτ από την Ευρώπη. Λένε ένα μεγαλοπρεπές –όσο κι αν, όπως είναι το πιθανότερο, αναγκαστούν να το καταπιούν αμάσητο- άουτ στην Ευρώπη, δηλαδή στο πολιτικό της σχέδιο και σε αυτό που εκπροσωπεί για τους λαούς.