Το μεγαλύτερο του αναμενόμενου πλεόνασμα του προϋπολογισμού του 2024, άφησε ένα απρόσμενο δημοσιονομικό περιθώριο, το οποίο η κυβέρνηση αποφάσισε να το μοιράσει στους κοινωνικά ευάλωτους. Εξακόσια εκατομμύρια λοιπόν για ένα μόνιμο επίδομα 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους και ένα ενοίκιο στους χαμηλόμισθους κι αυτό σε μόνιμη βάση. Αλλά πεντακόσια εκατομμύρια για πρόσθετα έργα στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ως συμβολή στην ανάπτυξη.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, μα σώζεται κανείς με τα 250 ευρώ ή με το ένα ενοίκιο επιδότηση; Σαφώς όχι. Αλλά αν αντιστρέψουμε την κατάσταση και κάνουμε μια υπόθεση εργασίας στην οποία δεν υπήρχε αυτό το απρόσμενο πλεόνασμα, θα ήταν καλύτερα για τους δικαιούχους αυτών των μέτρων; Τα είχαν μήπως προϋπολογίσει και τα περίμεναν ούτως ή άλλως; Απρόσμενα σαν το πλεόνασμα δεν είναι κι αυτά;
Η αντιπολίτευση με την πάγια πρακτική της, μηδενίζει αυτά τα κοινωνικά μέτρα. Θεωρεί προϊόν υπερφορολόγησης των πολιτών το πλεόνασμα και ψίχουλα την απόδοση μέρους αυτού στους ευάλωτους συμπολίτες μας. Κοινώς, κοροϊδία.
Αλλά για να δούμε, με τι θα ήταν ικανοποιημένη η αντιπολίτευση;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, που ας μη λησμονούμε, μας έφερε το τρίτο αχρείαστο και επαχθέστερο μνημόνιο, τις δεσμεύσεις του οποίου ακόμα πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για τα πολλά επόμενα χρόνια και ευθύνεται για τις περισσότερες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, θεωρεί και τάζει συγχρόνως στους πολίτες, οψέποτε αναλάβει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας, επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στους συνταξιούχους και τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αναστολή του ΦΠΑ στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, κατάργηση του Ειδικού Φόρου Καυσίμων και διάφορα άλλα.
Όμως με έναν πρόχειρο υπολογισμό αυτών των προτάσεων, που όλοι θα θέλαμε να υλοποιούνται, προκύπτει πως: Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης κοστίζει 1,8 δισ. ετησίως. 13ος και 14ος μισθός στο δημόσιο κοστίζει 2,5 δισ. ετησίως. Η 13η και 14η σύνταξη κοστίζει 3 δισ. ετησίως. Μόνο αυτά συμποσούνται στα 7,3-7,5 δισ. ετησίως! Παρέλκει η αναφορά στο κόστος κατάργησης του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και την κατάργηση του ΕΦΚ στα καύσιμα.
Πείτε μου όμως ποιος λογικός άνθρωπος πιστεύει πως η οικονομία μας, με όλες τις υποχρεώσεις από τα μνημόνια αλλά και από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, αντέχει σε τέτοιες παροχές; Μιλάμε δηλαδή για ένα ετήσιο επιπρόσθετο κόστος που υπερβαίνει τα 10 δισ. Κάτι σαν το αλήστου μνήμης πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, το οποίο όσο το είδατε εσείς άλλο τόσο το είδαμε κι εμείς. Αδιόρθωτοι μέχρι τέλους που θεωρούν πως οι πολίτες έχουν μνήμη χρυσόψαρου. Παρόμοιες προτάσεις, αν και λίγο πιο συγκρατημένες και από το ΠΑΣΟΚ ενώ πέραν αυτών, στα άλλα κόμματα είτε αριστερά είτε δεξιά, ακροδεξιά, γίνεται μια πλειοδοσία σε βαθμό που οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν με πίνατς!
Για να είμαστε λοιπόν ρεαλιστές. Όντως υπάρχει ένα 27% του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας ή και κάτω από αυτά. Να φρεσκάρω δε τη μνήμη κάποιων παλιότερων, ακόμα και στην εποχή της αστακομακαρονάδας του ΠΑΣΟΚ του Σημίτη το 2003, σύμφωνα με τα τότε στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 25% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Επομένως το φαινόμενο δεν είναι σημερινό. Για τους σημερινούς ευάλωτους και χαμηλόμισθους υπάρχει μια προτεραιότητα και σωστά, στην ενίσχυσή τους, με όσα επιτρέπει η πορεία της οικονομίας. Λίγα; Ναι, λίγα. Μακάρι να υπήρχαν και άλλα περιθώρια. Κι αυτά -πολύ σημαντικό- δεν κόβονται από τη μεσαία τάξη όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ που επεδίωκε ισοπέδωση προς τα κάτω. Είναι από το περίσσευμα της ανάπτυξης και την περιστολή της φοροδιαφυγής. Κι αυτό δεν έγινε προφανώς με κάποιο μαγικό ραβδί, αλλά από κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα. Επομένως, δεν χρειάζεται να τα μηδενίζουμε όλα. Είναι πολύ φτηνό όταν όλοι ξέρουμε πόσοι φόροι και εισφορές έχουν μειωθεί, στα πλαίσια πάντα των αντοχών της οικονομίας και των υποχρεώσεων της χώρας. Με όλα αυτά δεν σημαίνει πως γίναμε οικονομικός παράδεισος. Κάθε άλλο. Απέχουμε πολύ ακόμα από τον μέσο όρο της ΕΕ και η αγοραστική μας δύναμη στις εσχατιές του σχετικού πίνακα των ευρωπαϊκών χωρών.
Ας δεχθούμε όμως πως σταμάτησε ο κατήφορος και ότι πλέον υπάρχουν προοπτικές για σταδιακή βελτίωση, αν δεν επαναλάβουμε τα ίδια λάθη που μας έφεραν τη χρεοκοπία και την απώλεια του 25% του ΑΕΠ, αλλά και των περιουσιών και των αποταμιεύσεων που χάσαμε όλοι, στα πέτρινα χρόνια. Και μακάρι να μην τα ξαναζήσουμε ούτε εμείς ούτε τα παιδιά μας.