Δεν γλίτωσε τελικά την ύφεση η Ευρωζώνη –όπως δεν ήταν ούτε λογικό ούτε αναμενόμενο να τη γλιτώσει στη σκιά δυο πολέμων, συνεχιζόμενου στασιμοπληθωρισμού και αβεβαιοτήτων κάθε είδους. Με το κλείσιμο του 2023, η οικονομία του τρίτου μεγαλύτερου, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, παγκόσμιου «παίκτη» συρρικνώθηκε για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, ενώ και το πρώτο της νέας χρονιάς δεν αφήνει πολύ αισιόδοξες προοπτικές.

Πτώση μεταποίησης και βιομηχανίας, υψηλό κόστος δανεισμού και περιορισμένα περιθώρια διορθωτικών κινήσεων: αυτές είναι οι εμφανείς όψεις του παγόβουνου. Απώλεια ανταγωνιστικότητας, ιδίως σε σχέση με τους δυο άλλους μεγάλους «παίκτες», δυσμενής θέση στην γενικώς προβληματική κατάσταση της εμπορικής και συναλλακτικής αλυσίδας και παρατεταμένα προβλήματα στην ευρωπαϊκή «ατμομηχανή», τη Γερμανία: αυτοί είναι οι ελέφαντες στο δωμάτιο, ή μάλλον οι μαστόδοντες στα παγωμένα νερά.

Ως συνήθως, η Ευρωζώνη δεν μένει με σταυρωμένα χέρια μπροστά στις δυσκολίες, αλλά και δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία για να τις υπερβεί δομικά. Έλλειψη συντονισμού και εμπνευσμένης ηγεσίας, διαρκής εκλογικός κύκλος, αντιμετώπιση πολλών παράλληλων μετώπων συνιστούν εμπόδια που δεν είναι εφικτό να ξεπεραστούν από τις προτάσεις της Επιτροπής ή από πρωτοβουλίες, συνήθως χωρίς πρότερη διαβούλευση, των «μεγάλων» κρατών-μελών.

Στην παρούσα συγκυρία, οι κινήσεις εκτείνονται σε δυο βασικά πεδία: τόνωση της ανταγωνιστικότητας μέσα από συντονισμένη δράση –σε αυτό κυρίως αποσκοπούν οι νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής-, αξιοποίηση της ενισχυμένης σε πόρους και στρατηγική σημασία «αμυντικής ικανότητας» της Ένωσης –κυρίως μέσω πολιτικών πρωτοβουλιών κυβερνήσεων με ευρύτερη επιρροή. Οι δυο κύκλοι, αν δεν τέμνονται, εφάπτονται: γενεσιουργός αιτία αμφότερων είναι η ανάγκη, μέσα στο «θερμό» διεθνές περιβάλλον, για μεγαλύτερη πολιτική κι εμπορική αυτονομία έναντι «αντιπάλων» -Ρωσία, Κίνα- αλλά και συμμάχων –ΗΠΑ.

Η έκκληση, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, των τριών μεγαλύτερων από πλευράς οικονομικής ισχύος χωρών της Ευρώπης – Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας– για ενίσχυση, με αποστολή επιπλέον πλοίων και εφοδίων, της υφιστάμενης ναυτικής επιχείρησης της Ένωσης στην Ερυθρά Θάλασσα, που ακούει στο ελληνικό όνομα ASPIDES, αποτελεί παράδειγμα δίκοπου μαχαιριού. Από τη μια, λόγω των προβλημάτων ναυσιπλοΐας τις τελευταίες εβδομάδες, από τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι σε πλοία που θεωρητικά εξυπηρετούν συμφέροντα αντίθετα με του παλαιστινιακού αγώνα, έχουν αυξηθεί πολύ τα ναύλα και έχει δυσκολέψει η εμπορική επικοινωνία μεταξύ Ευρώπης και Ασίας: ασφάλεια και συναλλαγές δικαιολογούν μια παρέμβαση. Από την άλλη, η γραμμή ανάμεσα στην «αμυντική» και την πολεμική παρέμβαση, με κίνδυνο γενικής ανάφλεξης, είναι πολύ ρευστή και, αν τελική συνέπεια είναι η ανάφλεξη, κανένα συμφέρον, ούτε πολιτικό, ούτε στρατηγικό, ούτε οικονομικό, δεν πρόκειται να εξυπηρετηθεί.

Πιο κλασική είναι η πρόταση της Επιτροπής, που μόλις αναγγέλθηκε και θα εξειδικευθεί τις επόμενες μέρες, για «πακέτο» κοινών, επενδυτικού και τεχνολογικού χαρακτήρα, δράσεων: ενίσχυση, μέσω ειδικού Κανονισμού, των άμεσων ξένων επενδύσεων – συντονισμός των ελέγχων των εξαγωγών (μεγάλο πρόβλημα έχει δημιουργηθεί από τη «χρήση» ευρωπαϊκών εξαγωγών για ενίσχυση της ρωσικής πολεμικής μηχανής ή διατήρηση στη ζωή της οικονομίας της) – υποστήριξη της έρευνας σε τομείς οικονομικής και στρατιωτικής αιχμής – βελτίωση της κυβερνοασφάλειας και της εμπιστευτικότητας των τεχνολογικών και ερευνητικών πειραμάτων.

Ωραία ακούγονται όλα αυτά –αλλά, μέχρι να αρχίσουν (ερήμην ή κατά παρέκβαση του Όρμπαν) να υλοποιούνται, η γεωπολιτική βία και η οικονομική ύφεση μπορεί να έχουν οδηγήσει τον κόσμο, και ιδίως την εν μέσω εκλογών Ευρωπαϊκή Ένωση, σε άλλες ατραπούς.