Η δεκαετής οικονομική κρίση που πέρασε η Ελλάδα οφειλόταν στα «δίδυμα ελλείμματα»: στο έλλειμμα του προϋπολογισμού, δηλαδή το δημοσιονομικό, και στο έλλειμμα των συναλλαγών μας με το εξωτερικό, δηλαδή το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανάγκαζε τη χώρα να δανείζεται για να το καλύπτει και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του δημοσίου χρέους και τη διακοπή της δανειοδότησής της από τις αγορές, που οδήγησε στην πτώχευση.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προκαλούσε πρόβλημα ρευστότητας στο εσωτερικό της χώρας διότι έφευγαν πάρα πολλά χρήματα στο εξωτερικό για τις εισαγωγές μας, ενώ έμπαιναν πολύ λιγότερα με τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Αυτό το έλλειμμα τροφοδοτούσε και το δημοσιονομικό, διότι η έλλειψη ρευστότητας δημιουργούσε δυσκολίες στην πληρωμή των φόρων και στην αύξηση των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να καλείται το Δημόσιο να καλύψει τις τρύπες. Αύξανε επίσης τον δανεισμό, ιδιωτικό και εμμέσως δημόσιο.

Με τα μνημόνια δόθηκαν οδηγίες και ελήφθησαν μέτρα για να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Με τεράστιο κόστος για την κοινωνία, τα καταφέραμε τελικά και πλέον είμαστε σε υγιές δημοσιονομικό έδαφος. Ας ελπίσουμε ότι με τη σωστή διαχείριση από τον έμπειρο Κωστή Χατζηδάκη θα παραμείνουμε.

Για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δεν δόθηκε καμία οδηγία, διότι απλούστατα το δικό μας έλλειμμα είναι πλεόνασμα για τους Ευρωπαίους εταίρους. Δηλαδή εμείς χάνουμε και εκείνοι κερδίζουν όσο το χρήμα φεύγει από εδώ και κατευθύνεται εκεί, συνεπώς δεν θέλουν να το διορθώσουμε. Δυστυχώς, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζει να αυξάνεται. Παρά την αύξηση των τουριστικών εσόδων και των εξαγωγών μας, οι εισαγωγές αυξάνονται πολύ περισσότερο και το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών μεγαλώνει.

Ενώ λοιπόν η χώρα μοιάζει να εξυγιαίνεται δημοσιονομικά, η οικονομία υποφέρει διότι φεύγει πολύ περισσότερο χρήμα εκτός χώρας απ’ όσο μπαίνει. Με λίγα λόγια, οι τσέπες όλων μας αδειάζουν λόγω των εισαγωγών.

Συνήθως οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνται με αυτό το έλλειμμα. Γενικά διατυπώνουν την επιθυμία τους να αυξηθούν οι εξαγωγές, αλλά θεωρούν ότι το θέμα δεν τις αφορά διότι είναι ζήτημα του ιδιωτικού τομέα και όχι του Δημοσίου. Ενίοτε ανακοινώνουν ασήμαντα μέτρα υποστήριξης των εξαγωγών. Ολες οι προσπάθειες επί πολλές δεκαετίες έχουν αποβεί άκαρπες. Το έλλειμμα αυξάνεται. Και το χειρότερο είναι ότι όσο μεγαλώνει ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, όσο περισσότερες εισαγωγές κάνουμε τόσο περισσότερο χρήμα χάνουμε.

Η λύση του προβλήματος τελικά δεν βρίσκεται στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά στη μείωση των εισαγωγών. Πώς όμως μπορούμε να μειώσουμε τις εισαγωγές, αφού δεν μπορούμε να παράξουμε εδώ τα προϊόντα που εισάγουμε; Η απάντηση βρίσκεται στην ανάλυση των εισαγωγών, από την οποία διαπιστώνεται ότι αυτές προέρχονται από τρεις, περίπου ίσης αξίας, κατηγορίες: τα κάθε είδους βιομηχανικά προϊόντα, τα τρόφιμα και την ενέργεια.

Μπορούμε πλέον με ασφάλεια να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να μειώσουμε τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, τεχνολογίας κ.λπ. Η Ελλάδα δεν διαθέτει ανταγωνιστική βιομηχανία χαμηλού κόστους ικανή να καλύψει τις ανάγκες μας. Με μερικές εξαιρέσεις, οι υπόλοιποι απλώς «δεν κάνουμε για βιομήχανοι». Ασχολούμαστε με τις υπηρεσίες.

Οι δύο όμως άλλες κατηγορίες εισαγωγών, δηλαδή τα τρόφιμα (αγροτικός τομέας κυρίως και εγχώρια μεταποίηση) και η ενέργεια, είναι τομείς που η Ελλάδα μπορεί να παράγει με αξιώσεις. Πρέπει λοιπόν να ασχοληθούμε άμεσα και δυναμικά με τη μείωση των εισαγωγών τροφίμων και ενέργειας. Και αυτό μπορεί να γίνει με την υποκατάστασή τους από την εγχώρια παραγωγή τροφίμων και ενέργειας. Εχουμε τη δυνατότητα, μας ταιριάζει ως νοοτροπία και σε μεγάλο βαθμό μάς ευνοούν το κλίμα και η γεωγραφία μας.

Το βάρος σχεδιασμού και υλοποίησης αυτών των πολιτικών πέφτει στους νέους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και Ενέργειας, Λευτέρη Αυγενάκη και Θεόδωρο Σκυλακάκη αντίστοιχα.

Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε πρόσφατα την ανάγκη υποκατάστασης των εισαγωγών τροφίμων και ενέργειας με εγχώρια παραγωγή. Και πρότεινε την ενίσχυση του αγροτικού τομέα, που, όπως είπε, είναι παραμελημένος, και την ενίσχυση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με πράσινες μεθόδους, δηλαδή φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, γεωθερμία, υδροηλεκτρική ενέργεια κ.λπ.

Οι πολιτικές που απαιτούνται για να γίνουν αυτά είναι γνωστές, συγκεκριμένες και δεν έχουν πολιτικό κόστος, αντίθετα έχουν σημαντικό πολιτικό όφελος για την κυβέρνηση. Και φυσικά πάρα πολύ μεγάλο όφελος για την οικονομία, αλλά και απευθείας για τους πολίτες που ασχολούνται και θα ασχοληθούν σε αυτούς τους τομείς.
Απαιτείται όμως και χρηματοδότηση που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Και δεν υπάρχει διότι οι τράπεζες δεν δανείζουν κανέναν πέραν των πολύ ισχυρών και μεγάλων επιχειρήσεων και διότι η κυβέρνηση δεν περιλαμβάνει μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στο μοίρασμα των πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ των ταμείων της Ε.Ε. Αυτό είναι δουλειά του Κωστή Χατζηδάκη.

Η πολιτική που ακολούθησε έως τώρα η κυβέρνηση ήταν να στηρίζει τα πολύ μεγάλα έργα και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Τα κονδύλια μοιράστηκαν σε λιγότερους από 70 επιχειρηματικούς ομίλους. Αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα και πρέπει να ενισχυθούν οι πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιταχύνουν ραγδαία την ανάπτυξη, προσφέρουν εισοδήματα και απασχόληση και δημιουργούν προϋποθέσεις υποκατάστασης των εισαγωγών, που είναι βασικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία.