Προτού κάνετε κλικ για να δείτε αυτά που έγραψα, να ξέρετε ότι εδώ και πολλές ημέρες «ξεσκονίζω» το αρχείο μου για να δω τι έχω γράψει άλλες χρονιές, σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στα οποία έχω αρθρογραφήσει, για να γράψω φέτος κάτι διαφορετικό, κάτι νέο, κάτι άλλο. Αυτό το ξεσκόνισμα, όμως, αποδεικνύεται ατελέσφορο – είναι σαν να προσπαθείς να μαζέψεις -μέσα σε μια στιγμή- όλον τον χαμό που δημιουργήθηκε όταν, παιδάκι ακόμα, σου έπεσε από τα χέρια ο δίσκος με τους κουραμπιέδες στο πάτωμα: επί μήνες θα μαζεύεις κάτω από χαλιά, σκρίνια και τραπεζάκια, τα τρίμματα και την άχνη, σαν να βρίσκεσαι στο σαλόνι του σχωρεμένου του Πάμπλο (του) Εσκομπάρ.

Το θέμα με τα Χριστούγεννα ακριβώς αυτό είναι: δεν είναι εύκολο να κρύψεις όσα νιώθεις για αυτά, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ό,τι πιστεύεις για αυτά, είτε αποτελείς τη μετενσάρκωση του Εμπενίζερ Σκρουτζ, στην απόλυτα εμβληματική χριστουγεννιάτικη ιστορία, είτε νιώθεις αγγελάκι πάνω από τη φάτνη, αυτό είναι και δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα. Η Γέννηση του Θεανθρώπου έχει υποστηρικτές, αρνητές, αλλά και ουδέτερους συμμετέχοντες.

Βλέπετε, αυτή η γιορτή ήταν ανέκαθεν αμφίσημη ως προς το βαθύτερο νόημά της, από τότε που αρχίσαμε σε αυτόν τον πλανήτη να μετράμε «μετά Χριστού». Από το προαιώνιο ερώτημα «υπήρξε ο Χριστός ή δεν υπήρξε;», μέχρι το απολύτως θνητό «τι ακριβώς γιορτάζουμε;» ξεκινούν οι διαφορετικές απόψεις. Οπότε, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: για να γιορτάσεις κάτι -είτε πιστεύεις στην γένεση-έλευση του Ιησού είτε όχι- θα πρέπει να αποδέχεσαι μέσα σου ότι υπάρχει γιορτή – ναι; Το θέμα και το ζήτημα εκτινάσσεται σαν φελλός από μπουκάλι σαμπάνιας σε ρεβεγιόν όταν δεν το έχεις ακριβώς έτσι μέσα σου. Όλα αυτά, την ίδια στιγμή που κάποιοι ζουν για τα Χριστούγεννα και κάποιοι άλλοι στέκονται συγκαταβατικά απέναντί τους – «γιορτές είναι, θα περάσουν». Εάν ανήκετε στην πρώτη περίπτωση, γιορτάστε όσο μπορείτε. Εάν νιώθετε έως και λίγο αμήχανα τις ημέρες που εορτάζεται ο ερχομός του Θεανθρώπου, σας νιώθω.

Είναι Χριστούγεννα, αυτή η αμφίβολη γιορτή, αυτή η μοναδική ημέρα της χρονιάς κατά την οποία είναι κάτι σαν υποχρεωτικό να νιώθεις χαρμόσυνες δονήσεις, νταν-ντουν, οι καμπάνες πρέπει να χτυπούν μέσα σου, είναι οι ημέρες εκείνες που πρέπει να είμαστε καλοί με όλους. Όλα γύρω είναι στολισμένα, κάποιοι μετρούν ώρες για να έρθουν Χριστούγεννα, κάποιοι άλλοι μετρούν λεπτά για να φύγει όλο το δήθεν από εκείνη την απόλυτα μοναδική ημέρα και (άγια) νύχτα της χρονιάς, κατά την οποία -λένε- πρέπει να νιώσεις διαφορετικά από τις άλλες ημερομηνίες του ημερολογιακού έτους.

Και κάπως έτσι ήρθαν τα Χριστούγεννα τα οποία έχουν λαμπάκια σε όλες τις αποχρώσεις και υπό αυτό το φως παίρνεις παρουσίες, ενώ αυτή η γιορτή έχει και απουσίες – άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να είναι μαζί σου φέτος, για διάφορους λόγους και σου λείπουν, έχουν αφήσει πίσω τους αδειανές καρέκλες. Αυτή η γιορτή, εντελώς κυνικά, εάν δεν κοιτάξεις το ημερολόγιο, είναι μια κανονική ημέρα, σαν όλες τις άλλες, και τα όσα νιώθεις μπορούν να την κάνουν υπέρλαμπρη. Εάν… δεν, αυτή η ημέρα μπορεί να κουβαλά στα γιορτινά τραπέζια μια ελαφρά ή heavy μελαγχολία, μεγαλώνοντας το κενό όχι στο πληθυσμιακό σύνολο, αλλά μέσα σου.

«Μία μόνο μέρα», έγραψε ο Σοφοκλής, «ταπεινώνει και ανυψώνει πάλι όλα τ’ ανθρώπινα…» και τώρα που είναι Χριστούγεννα γιγάντωσε μέσα σου την ελπίδα πως θα γεννηθεί κάτι καλό, κάτι νέο. Σκέψου πως όλα θα αλλάξουν, όλα θα πάνε προς το καλύτερο αφού μπορεί να μην έχεις αποδείξεις, αλλά θα γεννηθεί κάτι ωραίο, είτε το λένε «Χριστό» είτε «κουράγιο για το παρακάτω». Σκέψου ότι μπορεί φέτος να μην είσαι κοινωνός όλης της περιρρέουσας χαράς που κυλάει δίπλα σου, αλλά σε έναν χρόνο από σήμερα μπορείς να ονειρεύεσαι σαν παιδί πως όλα θα έχουν αλλάξει. Επειδή, όπως έχει πει η Αμερικανίδα αρθρογράφος Ερμα Μπόμπεκ, «δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό σ’ αυτόν τον κόσμο από το να ξυπνάς τα Χριστούγεννα το πρωί και να μην είσαι παιδί».

Και κάπως έτσι ήρθαν τα Χριστούγεννα -η γιορτή των αντιφάσεων στα εντός μας- και από τις πιο ειλικρινείς ευχές που έχω να σου δώσω είναι να έρθουν χρόνια καλά, αρκεί να είμαστε λίγο παραπάνω αισιόδοξοι. Και τώρα, έλα να «τσακωθούμε» στο αιώνιο ντέρμπι «μελομακάρονο Vs κουραμπιές» – επειδή τα Χριστούγεννα επιζητούν (και) τη χαλαρότητα. Ακόμα και ο Εμπενίζερ, που έγραφα στην αρχή του κειμένου, στο τέλος «μέλωσε» σαν μελομακάρονο – και, μεταξύ μας, είναι ο μόνος που γνωρίζω ο οποίος άλλαξε στάση για αυτή τη γιορτή. Ακόμα κι εγώ, κάθε χρόνο, με παραλλαγές, τελικά τα ίδια γράφω, προσπαθώντας να θάψω το όποιο κακό παρελθόν άλλων χρόνων – σαν κουραμπιέ, κάτω από το χαλί, στο σαλόνι.

Καλά Χριστούγεννα, ό,τι κι αν πιστεύεις για αυτά…