Με κινήσεις στον τραπεζικό κλάδο θα ξεκινήσει την παρέμβασή της στην οικονομία η κυβέρνηση, εφόσον φυσικά καταφέρει η Ν.Δ. να πάρει αυτοδύναμη νίκη στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η κυβέρνηση σκοπεύει να πουλήσει τις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς που κατέχει το ΤΧΣ – και μάλιστα να το κάνει αμέσως μετά τις εκλογές. Παράλληλα, θα επιταχύνει τις διαδικασίες, στον βαθμό που περνάει από το χέρι της, για την ολοκλήρωση της συμφωνίας της Παγκρήτιας με την HSBC και της συνεργασίας της με την Τράπεζα Αττικής. Σε αυτή τη συνεργασία συμφωνεί και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία θεωρεί αναγκαία την ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω της δημιουργίας ενός πέμπτου τραπεζικού ομίλου.

Αντίθετα, στο θέμα της πώλησης των μετοχών της ΕΤΕ και της Πειραιώς που κατέχει το ΤΧΣ, η ΤτΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση αν τις αποκτήσουν οι εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι. Και ενώ οι εκτιμήσεις τραπεζικών κύκλων είναι ότι τις μετοχές θα αγοράσουν οι εγχώριοι επιχειρηματικοί – τραπεζικοί όμιλοι, η ΤτΕ πιστεύει ότι οι μετοχές πρέπει να περάσουν σε ξένους τραπεζικούς ομίλους για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός. Θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει στηρίξει υπερβολικά τις συστημικές τράπεζες και ότι ήρθε η ώρα να στηρίξει τις μικρότερες ελληνικές τράπεζες προκειμένου να μπορέσουν να προσφέρουν κάποια ανταγωνιστικά τραπεζικά προϊόντα, με στόχο τον περιορισμό της διαφοράς επιτοκίων δανείων και καταθέσεων. Η ΤτΕ ζητά από την κυβέρνηση να επεκτείνει το σχέδιο «Ηρακλής» και στις μη συστημικές τράπεζες με τους ίδιους όρους που έχουν οι συστημικές. Σε αυτό το σημείο, σε ορισμένες δηλαδή από τις σχεδιαζόμενες κυβερνητικές παρεμβάσεις στον τραπεζικό χώρο, υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ κυβέρνησης και ΤτΕ.

Αποκλίσεις υπάρχουν και στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής όσον αφορά τα δημοσιονομικά, αλλά και στα ζητήματα βασικών μεταρρυθμίσεων.
Ενώ η κυβέρνηση ευαγγελίζεται περαιτέρω μειώσεις φόρων, η ΤτΕ εκτιμά ότι δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα και επισημαίνει ότι πρέπει να αυξηθεί το φορολογικό έσοδο. Η φοροδιαφυγή, κατά την ΤτΕ, έχει γιγαντωθεί και είναι αναγκαίο οποιαδήποτε προσπάθεια στην κατεύθυνση της φορολογικής ελάφρυνσης να προέλθει από άλλες πηγές και όχι από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Για παράδειγμα, θεωρεί ότι η έκπτωση από το εισόδημα των δαπανών που γίνονται με ηλεκτρονικές αποδείξεις είναι μια σωστή φορολογική παρέμβαση η οποία, αφενός, ελαφραίνει το φορολογικό βάρος των πολιτών και, αφετέρου, πιέζει στην κατεύθυνση της σύλληψης της φοροδιαφυγής.

Επίσης, η ΤτΕ πιστεύει ότι η κυβέρνηση είναι αναγκαίο να παρέμβει στην οικονομία για την αντιμετώπιση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών το οποίο καλπάζει και επισημαίνει ότι ο σωστός τρόπος για να γίνει αυτό είναι η υποκατάσταση των εισαγωγών ενέργειας με την ενίσχυση της παραγωγής πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα, αλλά και η ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής για να σταματήσουν οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Ο αγροτικός τομέας είναι πολύ παραμελημένος και πρέπει να ενισχυθεί, υποστηρίζει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας.

Πέραν αυτών των πολύ συγκεκριμένων προτάσεων, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε μεταρρυθμίσεις που δεν έκανε την προηγούμενη τετραετία, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, στην Υγεία, αλλά και στη Δημόσια Διοίκηση και ότι πρέπει να προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών. Επισημαίνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τον κύριο κορμό της ελληνικής οικονομίας πρέπει οπωσδήποτε να χρηματοδοτηθούν από τα ευρωπαϊκά προγράμματα από τα οποία μέχρι σήμερα είναι αποκλεισμένες. Υπάρχουν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ για τη χρηματοδότησή τους και η κυβέρνηση πρέπει να φροντίσει γι’ αυτές, αντί να τα διανέμει όλα στους πολύ μεγάλους ομίλους, οι οποίοι έχουν και την τραπεζική χρηματοδότηση και τις επιδοτήσεις.

Για την αύξηση των επενδύσεων η ΤτΕ ζητά να γίνουν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές μεταφορών, ενέργειας και επικοινωνιών και εξηγεί ότι πρέπει να γίνουν και ιδιωτικές επενδύσεις μικρού μεγέθους, αλλά μεγάλου αριθμού, ώστε να μπορέσουν οι παραγωγικές μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να μεγαλώσουν μαζί με τους μεγάλους ομίλους που στηρίζει η κυβέρνηση. Εμφανίζεται λοιπόν η κεντρική τράπεζα να πιέζει την κυβέρνηση για μεγαλύτερη διάχυση των χρηματοδοτικών πόρων σε περισσότερες επιχειρήσεις μεσαίου και μικρού μεγέθους και για ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό κλάδο.

Προεξοφλώντας -με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών, αλλά και τις νεότερες δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές- μια αυτοδυναμία της Ν.Δ., το ζητούμενο είναι πλέον να βρεθούν τρόποι καλύτερου διαμοιρασμού του χρήματος. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανάπτυξη θα προέλθει από τα μεγάλα deals και τα ξένα funds, αλλά η αλήθεια είναι ότι αν δεν μπορέσει να αναπτυχθεί ο μεγάλος όγκος των ελληνικών επιχειρήσεων και δεν αυξηθεί η παραγωγή στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, η ανάπτυξη ούτε μακροπρόθεσμα βιώσιμη θα είναι, ούτε δίκαια θα κατανεμηθεί το εισόδημα που θα προκύψει.

Το επιθυμητό και το αναμενόμενο πλέον από την επόμενη κυβέρνηση είναι η επίτευξη μιας δίκαιης και μακροπρόθεσμα βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία θα υποστηριχθεί από τα πάρα πολλά ξένα κεφάλαια που θα εισρεύσουν αφενός μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αφετέρου από τα επενδυτικά κεφάλαια που θα έρθουν μετά την απόκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας.