Η τελευταία δημοσκόπηση της MRB -για λογαριασμό του τηλεοπτικού καναλιού OPEN- παρουσίασε εξαιρετικό ενδιαφέρον, για πολλούς λόγους. Σε αυτή, φαίνεται πως το κυβερνών κόμμα χάνει σχεδόν 3 μονάδες, σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση της ίδιας εταιρείας, ενώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μένει σταθερό. Την ίδια στιγμή, πολλοί βγήκαν να σημειώσουν το προφανές, πως υπάρχει «μείωση της ψαλίδας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ».

Κάποιοι έμειναν στο ότι το 62,5%, κατά την ίδια έρευνα, αξιολογεί πολύ ή αρκετά αρνητικά τη στάση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη συγγνώμη που διατυπώθηκε για το δυστύχημα στα Τέμπη, ενώ το 27,5% την αξιολογεί θετικά ή μάλλον θετικά. Άλλοι εστίασαν στο 62,9% το οποίο αξιολογεί αρνητικά ή πολύ αρνητικά τον τρόπο που κάλυψαν τα ΜΜΕ το δυστύχημα, για να σημειώσουν πως η δημοσιογραφία στη χώρα μας είναι για τον κάδο σκουπιδιών.

Αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οι δημοσκοπήσεις αυτή την ιδιότητα έχουν – ανάμεσα στις υπόλοιπες: κάνουν τον καθέναν από εμάς να εστιάζει στα ευρήματα της έρευνας τα οποία ο ίδιος θεωρεί σημαντικά, ενώ υπάρχουν πολλοί οι οποίοι δεν πιστεύουν, για τους δικούς τους λόγους, αυτές τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.

Προσωπικά, από την εν λόγω δημοσκόπηση κρατώ το κομμάτι των στοιχείων το οποίο αφορά «Τα συναισθήματα που κυριαρχούν». Σε ερώτηση, λοιπόν, για το «ποιες λέξεις εκφράζουν περισσότερο τους Έλληνες για το παρόν και το μέλλον της χώρας», το 63,4% απαντά πως αισθάνεται οργή, το 37,3% παραίτηση/απογοήτευση, το 35% φόβο, το 23,1% ελπίδα, το 10,3% περηφάνια και το 7,5% σιγουριά.

Θεωρείται δεδομένο πως οι δημοσκοπήσεις απηχούν τις απόψεις των κατοίκων της Ελλάδας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αποτυπώνοντας το πώς νιώθουμε στη χώρα έπειτα από κάποιο γεγονός – πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, κ.λπ. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε μετά την τραγωδία των Τεμπών και συγκεκριμένα στο διάστημα 6 έως 13 Μαρτίου -σε δείγμα 1.450 ψηφοφόρων- και είναι δεδομένο πως απέχει πολύ μέχρι τη στιγμή που θα μπαίνουμε στα εκλογικά τμήματα για τις εκλογές. Μέχρι τότε πολλά μπορούν να αλλάξουν, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, και αυτό που μένει να διαφανεί είναι το κατά πόσο τα παραπάνω συναισθήματα που έχουν οι κάτοικοι αυτής της χώρας μπορούν να μεταβληθούν θετικά. Πώς η οργή μπορεί να μετατραπεί σε πραότητα, πώς η παραίτηση/απογοήτευση θα γίνουν ενεργοποίηση, ενθουσιασμός και ικανοποίηση.

Αυτό αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα για το κυβερνών, αλλά και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ποιος πολιτικός σχηματικός θα καταφέρει να μεταλλάξει αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, να γεμίσει εμπιστοσύνη τους ψηφοφόρους στην Ελλάδα και θα τους κάνει να ρίξουν δαγκωτό στην κάλπη; Όχι για να μπαινοβγαίνει στο Μαξίμου σίγουρα για τέσσερα χρόνια -όσο διαρκεί η κυβερνητική θητεία- αλλά για να υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι οργισμένοι, απογοητευμένοι και φοβισμένοι. Όποιο κόμμα πείσει τους υποψήφιους ψηφοφόρους ότι μπορεί να παρέχει αυτή τη συναισθηματική ασφάλεια, θα πάρει και τις ερχόμενες εκλογές – δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός αναλυτής για να καταλήξεις σε αυτό.

Ο Τζον Ντράιντεν, Άγγλος ποιητής, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας -έντονα πολιτικοποιημένος, για τα δεδομένα της εποχής του- είχε γράψει και είχε δίκιο: «Να φοβάσαι την οργή του υπομονετικού ανθρώπου». Βέβαια στις ημέρες μας, επειδή έχει χαθεί η «μπάλα», η οργή δεν πρέπει να εκφράζεται ούτε με ναζιστικές εφόδους σε πολιτικά πρόσωπα ξερνώντας βία, αλλά με ειρηνικές διαδηλώσεις και την ψήφο μας στην κάλπη. Εκεί πρέπει να αποτυπώσουμε τα ευρήματα όλων των δημοσκοπήσεων που έγιναν και που θα γίνουν στο μέλλον, με αποτελέσματα που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, αποτυπώνοντας όλα τα συναισθήματά μας επάνω σε ένα ψηφοδέλτιο. Εκεί θα φανεί εάν ο φόβος που προέκυψε από την έρευνα της MRB έχει γίνει θάρρος για το παρακάτω στις ζωές μας, όπως και το ποιο κόμμα και ποιοι πολιτικοί μπορεί να το ενέπνευσαν – ως οφείλουν, για όλους μας. Βέβαια, ο Άρθουρ Κλαρκ, συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, είχε πει πως «ένας πολιτικάντης σκέφτεται τις επόμενες εκλογές. Ένας πολιτικός, τις επόμενες γενιές». Αν και αυτό στην Ελλάδα θυμίζει λίγο επιστημονική φαντασία…