Το «μακρινό» 1990, μετά την εκλογή της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ψηφίστηκε ο νόμος Κούβελα. Τότε η κυβέρνηση, θέλοντας να «ακυρώσει» τον εκλογικό νόμο Κουτσόγιωργα που εμπόδιζε τη ΝΔ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση (αν και με θηριώδη ποσοστά), προχώρησε στην εφαρμογή ενός ενισχυμένου πλειοψηφικού συστήματος. Ποια ήταν η συνέχεια; Τρία χρόνια μετά- το 1993- ο νόμος Κούβελα αξιοποιήθηκε προς όφελος του ΠΑΣΟΚ, που κατάφερε να ενισχύσει με θεαματικό τρόπο τις πλειοψηφικές του δυνάμεις. Είχε μεσολαβήσει, βέβαια, το Ειδικό Δικαστήριο για τον Ανδρέα Παπανδρέου και η ραγδαία αλλαγή του πολιτικού κλίματος.

Κυβερνητικό στέλεχος -τον Σεπτέμβριο του 2019, αμέσως μετά τη μεγάλη νίκη της ΝΔ και ενώ είχε αρχίσει η συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου- υποστήριζε, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ ότι ο «συντάκτης» ενός εκλογικού συστήματος πρέπει να συνυπολογίζει όλες τις παραμέτρους και μάλιστα σε διάφορες χρονικές στιγμές. Ο δε υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης προϊδεάζοντας εκείνο το διάστημα για την κατάργηση της απλής όχι όμως και άδολης αναλογικής (που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016, αφού είχε εκλεγεί και σχηματίσει κυβέρνηση δυο φορές αξιοποιώντας το νόμο Παυλόπουλου) σημείωνε ότι ο εκλογικός νόμος απαιτεί διαβούλευση και πνεύµα παραχωρήσεων, ώστε να εξυπηρετηθούν δύο φαινοµενικά αντιτιθέµενοι σκοποί δηµοσίου συµφέροντος: η κυβερνησιµότητα της χώρας και η ικανοποιητική αντιπροσώπευση του εκλογικού σώµατος. Συμπλήρωνε επίσης ο κ. Γεραπετρίτης ότι οι πολιτικές συνθέσεις είναι µέσα στο γονιδίωµα του πρωθυπουργού και θα αποτελέσουν διαρκή συνθήκη της παρούσας διακυβέρνησης.

Τρία χρόνια μετά, η συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου έχει και πάλι «ανάψει». Ο νόμος Θεοδωρικάκου που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020 από 163 βουλευτές (της Νέας Δημοκρατίας και της Ελληνικής Λύσης) ίσως δεν θα …προλάβει να εφαρμοστεί. Πρόκειται για ένα νόμο ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους 50 κοινοβουλευτικών εδρών, που η κυβέρνηση στις αρχές της θητείας της θεωρούσε ενδεχομένως την καλύτερη λύση αφενός για την κατάργηση της απλής αναλογικής και αφετέρου για την αυτοδύναμη επανεκλογή της, την ώρα των επόμενων εκλογών. Από τότε μέχρι τώρα ο πρωθυπουργός έχει τονίσει ουκ ολίγες φορές ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας κι ότι παρά τις εισηγήσεις που ακούει προτιμά τη θεσμική «γραμμή», άρα και την διατήρηση του νόμου που ψηφίστηκε στις αρχές της κυβερνητικής του θητείας (για τις δεύτερες κάλπες μετά τις εκλογές με απλή αναλογική)

Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Δεν έχει αλλάξει στις δημοσκοπήσεις η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, ωστόσο καταγράφεται κυβερνητική φθορά και μια προσπάθεια από όλα τα κόμματα να περιγράψουν τα εκλογικά διλήμματα για τις κάλπες– που σύμφωνα με τα όσα είπε ο Κ. Μητσοτάκης στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου θα γίνουν σε 9 μήνες από τώρα. Μετά και την υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, κυβερνητικά στελέχη σπεύδουν να προβλέψουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνεργασιών κι ότι – όπως δήλωσε χθες το βράδυ στο κεντρικό δελτίο του ALPHA ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου- ο  εκλογικός νόμος είναι ένα εργαλείο προς αξιοποίηση για να έχει η χώρα σταθερές και βιώσιμες κυβερνήσεις, για να αποτρέπεις την ακυβερνησία ή τις αδύναμες κυβερνήσεις. Για τους καλά γνωρίζοντες η αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου λειτουργεί και ως «χαλί» για τα αποκαλυπτήρια που θα κάνει ο πρωθυπουργός την Κυριακή από τη ΔΕΘ, όταν ερωτηθεί (προφανώς) σχετικά με την «τύχη» του νόμου Θεοδωρικάκου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο Μέγαρο Μαξίμου εξετάζονται όλα τα νέα διλήμματα σε μια άκρως πρωτόγνωρη συγκυρία, με τις πολλές αβεβαιότητες και με έναν δύσκολο χειμώνα που δεν έχει ακόμη δείξει τα δόντια του. Μπορεί από τώρα να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η πραγματικότητα που θα ζούμε τους επόμενους μήνες, πως θα έχει διαμορφωθεί το πολιτικό περιβάλλον, ποια θα είναι τα εκλογικά διλήμματα που θα επιχειρούν να παρουσιάσουν η κυβερνητική παράταξη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Επί του παρόντος η Νέα Δημοκρατία επιμένει στην «αυτοδυναμία», ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι ωριμάζουν οι συνθήκες για «προοδευτική διακυβέρνηση», το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι ακολουθεί πιστά την «γραμμή» της αυτόνομης πορείας. Γνωρίζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς που θα προκύψουν και θα αποτυπωθούν στην κάλπη της απλής αναλογικής ή στις δεύτερες εκλογές; Όχι βέβαια. Είπαμε, καλπάζουν οι αβεβαιότητες… Είναι πολιτικά ορθό να αλλάζεις εκλογικούς νόμους, υπολογίζοντας κάθε φορά κομματικές σκοπιμότητες; Είναι πολιτικά ορθό να προστατεύεις τη χώρα από τον κίνδυνο της ακυβερνησίας, αλλά χωρίς κάθε φορά να ψάχνεις διαφορετικό «όχημα», διαφορετικό εκλογικό σύστημα. Είναι ένα από τα επιχειρήματα που μάλλον θα συνυπολογίσει ο πρωθυπουργός πριν τη σχετική δήλωση την Κυριακή από τη Θεσσαλονίκη.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης βλέπουν πίσω από το ενδεχόμενο της εκ νέου αλλαγής του εκλογικού νόμου σημάδια ηττοπάθειας στην κυβερνητική παράταξη, που θα δημιουργήσουν επιπλέον ρωγμές στο θεσμικό προφίλ του πρωθυπουργού. Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή του εκλογικού νόμου που ψηφίστηκε με το βλέμμα της ΝΔ εστιασμένο στην αφετηρία της μεγάλης εκλογικής της νίκης, δεν είναι για το Μέγαρο Μαξίμου εύκολη υπόθεση…