Ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος και αντιθέσεις, ένας μεγάλος τεχνίτης της λιτής δημοσιογραφικής γραφής, ένας απίστευτα ανταγωνιστικός συνάδελφος, και πάνω από όλα ένας λάτρης του ρεπορτάζ σε όλες του τις μορφές.

Ο “δάσκαλος” δεν σε δίδασκε, δεν σου έδειχνε πώς ή τι να γράψεις, μάθαινες φοιτώντας δίπλα του, δηλαδή εργαζόμενος μαζί του και κυρίως παλεύοντας να σταθείς επαγγελματικά μέσα στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό πλαίσιο που δημιουργούσε.

Είναι λίγο παράξενο αυτό, αλλά έτσι γινόταν. Ο Νικολάου εντόπιζε, σαν να έχει ραντάρ, ποιος από τους νεαρούς συντάκτες όλων των μέσων που συναντούσε καθημερινά στα ρεπορτάζ που κάλυπτε, είχε “ταλέντο”, ποιος είχε προοπτική, ποιος μπορούσε να γίνει καλός δημοσιογράφος. Και τον προσλάμβανε, ή αν δεν μπορούσε να τον προσλάβει τον έκανε παρέα, του μιλούσε σε κάθε ευκαιρία, τον ενθάρρυνε, ή τον κατσάδιαζε. Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο, αυτομάτως ο νέος συντάκτης ανέβαινε κατηγορία. Και εκεί που ένιωθε ότι πάει καλά, διαπίστωνε ότι ο προϊστάμενος ή μέντορας του ήταν ο σκληρότερος ανταγωνιστής του. Και αναγκαζόταν να ανταγωνιστεί τον Νικολάου, οπότε αναγκαστικά…μάθαινε.

Ο Νικολάου λειτουργούσε πάντα ανταγωνιστικά. Αν χρειαζόσουν βοήθεια εκτός δουλειάς θα σε στήριζε, μέσα στη δουλειά σου έδινε την ευκαιρία αλλά ότι μπορούσες να κερδίσεις έπρεπε να το κερδίσεις μόνος σου. Για να πάρεις ένα χιλιοστό από τα “εδάφη” του Νικολάου στο ρεπορτάζ έπρεπε να του το αρπάξεις, δεν υπήρχε περίπτωση να στο παραχωρήσει ποτέ.

Από την άλλη μεριά, μόνο που έβγαινες μαζί του το βράδυ μετά την εφημερίδα για να φάτε ένα ψαρικό στον κυρ’ Αντρέα στη Θεμιστοκλέους, κέρδιζες εμπειρίες. Άκουγες ιστορίες, άκουγες πολιτική ανάλυση, αντιλαμβανόσουν έναν τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης από όσους είχες συναντήσει μέχρι τότε. Αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος μίλαγε με πάθος, ζούσε με πάθος και εργαζόταν με πάθος.

Είχε ένα σνομπισμό για τους δημοσιογράφους που έγραφαν περίτεχνα, για τους λεξιλάγνους, για τους στομφώδεις. Τον ενδιέφερε η ουσία και ουσία για τον Νικολάου είχε η είδηση. Ζούσε μέρα νύχτα, μέχρι τα 80 του που σταμάτησε να δουλεύει, με την αγωνία της είδησης. Την καλή ανάλυση την εκτιμούσε, αλλά για αυτόν είχε δευτερεύουσα σημασία, η είδηση ήταν τα πάντα.

Όσοι, νεαροί τότε, δημοσιογράφοι θήτευσαν μαζί του στην Καθημερινή ή αργότερα στο Βήμα, εδραιωθήκαν στο επάγγελμα. Και έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς.

Ο ίδιος πήρε διευθυντικές θέσεις στην Καθημερινή και στο Βήμα αλλά ακόμη και τότε που ήταν Διευθυντής, η βασική του ενασχόληση ήταν το ρεπορτάζ και το κείμενο που θα έγραφε, το δικό του προσωπικό κείμενο. Τα διοικητικά καθήκοντα που αναγκαστικά είχε ως Διευθυντής, τα εκτελούσε άρτια μεν, αλλά εξ ανάγκης, ποτέ δεν του άρεσαν.

Θυμάμαι το χειρόγραφο του – τότε γράφαμε όλοι σε χαρτί ακόμη, με το χέρι, ούτε γραφομηχανές δεν είχαμε. Το κείμενο ξεκίναγε από την αριστερή άκρη της σελίδας και κατέληγε στη δεξιά άκρη, χωρίς ένα χιλιοστό περιθώριο, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Λες και είχαν κόψει σύριζα με ξυράφι το χαρτί, αφού γράφτηκε το κείμενο, λες και έκανε οικονομία στο χαρτί και δεν ήθελε να περάσει σε δεύτερη σελίδα. Στρωτά μικρά γράμματα πάντα με μπλε στιλό, χωρίς διορθώσεις, χωρίς σβησίματα, χωρίς δισταγμούς. Οι αράδες ολόισιες, λίγες παράγραφοι, σχεδόν κανένα σημείο στίξης εκτός από τελεία και κόμμα. Ένα κείμενο μεστό αλλά απλό, κατανοητό από όλους, χωρίς καμία άγνωστη λέξη ακόμη και για τον πιο αδαή περί τα οικονομικά αναγνώστη. Ένα κείμενο που περιέγραφε την οικονομική πολιτική, που ανέλυε το τι σημαίνουν οι αριθμοί του προυπολογισμού χωρίς οικονομικούς όρους, με απλά λόγια της καθημερινότητας. Για να το καταφέρεις αυτό χρειάζεται να ξέρεις πάρα πολύ καλά το αντικείμενο για το οποίο γράφεις. Και ο Νικολάου ήξερε την οικονομία και την πολιτική. Όχι ως οικονομολόγος, αλλά ως άνθρωπος της πιάτσας με πολλά διαβάσματα και ακόμη περισσότερες εμπειρίες.

Ο Νικολάου ήταν της πιάτσας, ήταν άνθρωπος της εμπειρίας και δεν έγραφε αυτό που νόμιζε, ή αυτό που θα ήθελε να γίνει, έγραφε αυτό που έβγαινε από το ρεπορτάζ. Δεν υπήρχε περίπτωση να γράψει κείμενο αν δεν μίλαγε πρώτα με δυο τρεις ανθρώπους που βρίσκονταν σε θέσεις κλειδιά, αν δεν έπαιρνε μια μυρωδιά, αν δεν έπιανε κλίμα.
Ο Νικολάου έλεγε ότι “η οικονομία είναι κλίμα”. Και ρωτώντας τους πάντες, έπιανε αυτό το κλίμα, τι πιστεύει η πιάτσα, τι λένε οι μικροεπιχειρηματίες, τι λέει ο λαός. Είχε πολιτικό αισθητήριο και αντίληψη της οικονομίας. Ήξερε πολιτική οικονομία. Ξέφυγε από τα όρια του οικονομικού ρεπορτάζ και καθιέρωσε το οικονομικοπολιτικό ρεπορτάζ συνδυάζοντας τα δυο.

Πίστευε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και αυτό τον καθιστούσε μετριοπαθή. Ήταν ικανοποιημένος αν οκάποιος πολιτικός πήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν τον έλιωνε στην κριτική επειδή δεν έκανε κάτι παραπάνω. Καταλάβαινε πόσο μπορούσε ο υπουργός να προχωρήσει. Δεν πίστευε στην τελειότητα, πίστευε στην πρόοδο και στις μεταρρυθμίσεις.

Αυτό του επέτρεπε να αλλάζει στρατόπεδα. Ενώ ήταν αριστερής προέλευσης – είχε εξοριστεί μια πενταετία στον Αη Στράτη το ‘51- δεν έκανε ποτέ στείρα αντιπολίτευση ούτε στις δεξιές κυβερνήσεις. Ενδιαφερόταν να προχωράνε τα πράγματα, να λύνονται τα προβλήματα, να ανεβαίνει το επίπεδο ζωής. Πίστευε στην ελεύθερη οικονομία, ήταν προοδευτικός και αγκάλιαζε τις καινοτομίες.

Ως λάτρης του ρεπορτάζ λάτρευε τα ταξίδια και δεν άφηνε ποτέ κανέναν άλλο να πάει σε μια δημοσιογραφική αποστολή, πήγαινε ο ίδιος. Στην καλύτερη περίπτωση θα σε άφηνε να πας στις Βρυξέλλες που είχε βαρεθεί να πηγαίνει. Αλλά ταξίδευε πολλές φορές κάθε χρόνο και πάντα μας έλεγε μετά τις εντυπώσεις του. Ιδιαίτερα αν είχε πάει σε κάποιον “εξωτικό” προορισμό, στην Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική. Όταν γύρισε από την Παταγονία ήταν ευτυχισμένος. “Πήγα και στάθηκα στην άκρη του γκρεμού, στο νοτιότερο σημείο της αμερικανικής ηπείρου, μετά από εκεί είναι μόνο ο Νότιος πόλος”, μας έλεγε.

Οι αναμνήσεις που έχουμε εμείς που δουλέψαμε μαζί του πολλά χρόνια, σε διάφορα μέσα, αλλά κυρίως τότε στην Καθημερινή στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’90, είναι πολλές, είναι αναμνήσεις μιας ζωής, είναι ένα μάθημα ζωής που χάραξε την πορεία όλων μας και που είτε με το καλό, είτε με το άγριο, τελικά μας έβαλε σε ένα δρόμο. Του χρωστάμε.