Παρά τον ασφυκτικό τρόπο που δομείται η συζήτηση με τους δημοσιογράφους, αλλά και την εντατική προετοιμασία των… πρωταγωνιστών για να αντιμετωπίσουν κάθε απίθανη ερώτηση, πάντα μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες «λάθους» ή «νίκης» για κάποιον από τους συμμετέχοντες. Υπό αυτή την έννοια, η τηλεοπτική μονομαχία των «6» δεν στερείται σημασίας. Η σειρά των κομμάτων, τουλάχιστον μέχρι την τρίτη θέση, δεν πρόκειται να αλλάξει (οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια σαφή εικόνα και όσο περνούν οι ημέρες γίνεται πιο ξεκάθαρη) ενώ οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους θα καταλήξουν τα μεσάνυχτα της 10ης Μαΐου στο εύλογο συμπέρασμα «ο δικός μας είναι ο καλύτερος». Ωστόσο, καθόλου δεν αποκλείεται ένα μέρος των αναποφάσιστων να… αποφασίσει μετά το debate αν θα πάει ή όχι στις κάλπες και ποιο κόμμα θα ψηφίσει. Οι πολιτικοί επιστήμονες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό θεωρούν τα debate ως την τελευταία κρίσιμη καμπή στον δρόμο προς τις κάλπες και φυσικά δεν έχουν άδικο.

Η απλή αναλογική και ο τρόπος που διεξήχθη ως τώρα ο προεκλογικός αγώνας των κομμάτων δίνει, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο από κάθε άλλη φορά ενδιαφέρον στους «παράλληλους μονολόγους», όπως συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε τις σύντομες, αγχωμένες απαντήσεις των πολιτικών αρχηγών στα debate. Η προσοχή της κοινής γνώμης αναμένεται να επικεντρωθεί σε δύο σημεία.

Πρώτον, στα ηγετικά και επικοινωνιακά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα του καθενός εκ των αρχηγών, όπως αυτά θα αναδειχθούν κατά τη διάρκεια της περίπου τρίωρης αντιπαράθεσης. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ανδρουλάκη. Είναι σχετικά ο πιο «άγνωστος» πολιτικός αρχηγός, οι πολίτες δεν τον έχουν δει στο βήμα της Βουλής και μάλιστα σε αντιπαράθεση, οι τηλεοπτικές του παρουσίες μέχρι τώρα ήταν «ελεγχόμενες» και οι επικοινωνιολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προφορικής του έκφρασης. Για όλους τους άλλους υπάρχει μια παγιωμένη εικόνα στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης και οριακά μόνο μπορεί να αλλάξει. Οι πολίτες ξέρουν ήδη αρκετά καλά και τον Μητσοτάκη, και τον Τσίπρα, τον Κουτσούμπα, τον Βαρουφάκη ή τον Βελόπουλο.

Δεύτερον, στην τακτική του καθενός εκ των έξι πολιτικών αρχηγών απέναντι στους άλλους και την επιχειρηματολογία απόρριψης ή ενθάρρυνσης των μετεκλογικών συνεργασιών, οι οποίες έχουν αναδειχθεί ως το κύριο διακύβευμα των εκλογών, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο προγράμματα και θέσεις. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, εδώ ο Μητσοτάκης είναι μια κατηγορία μόνος του. Οι καθαρές θέσεις του για αυτοδύναμη κυβέρνηση στον δεύτερο γύρο, με ενισχυμένη αναλογική, μειώνουν τα σημεία τριβής. Αναψε «κόκκινο» στην Ελληνική Λύση, αρνείται έστω και μία ψήφο βουλευτή που δεν έχει εκλεγεί με τη Ν.Δ. και τη μόνη χαραμάδα συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ που άφηνε ανοιχτή την έκλεισε ο Ανδρουλάκης.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Με πρωτοβουλία και ευθύνη του Τσίπρα, η προεκλογική… διαπραγμάτευση για σχηματισμό κυβέρνησης οδηγήθηκε στα άκρα. Αρχικά απέρριψε το σενάριο για «κυβέρνηση ηττημένων» και στη συνέχεια ζήτησε «κυβέρνηση ανοχής», πριν περάσει στη βεβαιότητα «ότι το πρώτο και το τρίτο κόμμα θα σχηματίσουν κυβέρνηση» (δεν μπορεί παρά μέσα του να σκέφτεται συνεργασία Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, αφού από πουθενά δεν προκύπτει πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ) προκαλώντας σύγχυση στους δικούς του και οργή στους πιθανούς εταίρους του.

Η… παρότρυνσή του στον Κουτσούμπα «να διαβάσει Ιστορία» και η επίθεση στον Ανδρουλάκη -«δεν είναι ιδιοκτήτης του Ανδρέα»- δημιουργούν ένα τοξικό κλίμα που πρέπει να δούμε πώς θα το διαχειριστούν στο debate και οι δύο πλευρές. Από κοντά και ο Βαρουφάκης που… «λυπάται για τον ηθικό ξεπεσμό του πρώην συνεργάτη του» στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015.

Αυτή η συζήτηση για το πώς μπορούν να συνεργαστούν τα κόμματα μετεκλογικά και τι θέση θα πάρουν για τον «Ανδρέα», την «Αλλαγή», την «Αριστερά» ή τη «Δήμητρα» μπορεί να δώσει έναν μοναδικό τόνο στο debate και τελικά να κρίνει πολλά για το εκλογικό αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης.