Μπορούμε να κατανοήσουμε τη διπλή ανάγκη για τη βελτίωση του εισοδήματος των γιατρών του ΕΣΥ και τη στελέχωση του θεσμού του «οικογενειακού γιατρού», αλλά η σχεδιαζόμενη ρύθμιση για παράλληλη απασχόληση του ιατρικού προσωπικού των νοσοκομείων και στον ιδιωτικό τομέα μάλλον προβλήματα θα δημιουργήσει παρά θα επιλύσει.

Είναι αλήθεια ότι η αποκλειστική απασχόληση των γιατρών στα κέντρα υγείας και τα νοσοκομεία υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος του Εθνικού Συστήματος Υγείας που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1983 και αναβάθμισε σημαντικά τη δημόσια υγεία, χωρίς φυσικά να λύσει όλα τα προβλήματα.

Είναι επίσης αλήθεια ότι με αυτό τον τρόπο μπήκε ένα τέλος στο «ψάρεμα» των ασθενών από επίορκους γιατρούς, οι οποίοι… οδηγούνταν από τα κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα στα ιδιωτικά ιατρεία για να πληρώσουν και στη συνέχεια ξανά πίσω στα νοσοκομεία για προνομιακή περίθαλψη ή υποβολή περαιτέρω εξετάσεων.

Αλήθεια είναι ακόμη ότι οι αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ είναι απαράδεκτα χαμηλές. Είναι αδιανόητο ένας επαγγελματίας που έχει τουλάχιστον δέκα χρόνια σπουδών, που ασκεί λειτούργημα, που φέρει βαριά ευθύνη για την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων, που εργάζεται υπό αντίξοες συνθήκες ακόμη και 24 ώρες το 24ωρο να αμείβεται με 1.500-1.700 ευρώ μαζί με κάτι ψιλά για τις υπερωρίες.

 Το πρόβλημα επιδεινώθηκε τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, όταν πολλοί έφυγαν από το ΕΣΥ και κατέφυγαν στον ιδιωτικό τομέα ενώ άλλοι στο εξωτερικό. Η χαριστική βολή ήρθε την περίοδο της πανδημίας, στη διάρκεια της οποίας υποαμειβόμενοι γιατροί με δύσκολες ειδικότητες (αναισθησιολόγοι, λοιμωξιολόγοι ή εντατικολόγοι) κλήθηκαν να υπηρετήσουν το σύστημα και τους συνανθρώπους μας παίζοντας τη ζωή τους κορόνα γράμματα.

Οσοι απέμειναν ακόμη στα κρατικά νοσοκομεία είναι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι «ιδεολόγοι» της επιστήμης, αφοσιωμένοι στον όρκο που έδωσαν και σίγουρα χρειάζονται γενναία βελτίωση των αποδοχών τους. Μόνο που αυτή η αύξηση δεν μπορεί να μετακυλισθεί στις πλάτες του ασθενούς και της οικογένειάς του. Αλλωστε, εκείνοι που χρησιμοποιούν τις υποδομές της δημόσιας υγείας είναι κυρίως τα μεσαία και τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Τα υψηλότερα μπορούν να καταφύγουν και στον ιδιωτικό τομέα περίθαλψης, ειδικά αν έχουν φροντίσει και για την κάλυψή τους από ασφαλιστική εταιρεία.

Ενα επίσης σημαντικό ζήτημα είναι πώς θα καταφέρουν οι γιατροί να ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις ανάγκες ενός κρατικού νοσοκομείου και στις απαιτήσεις ενός ιδιωτικού ιατρείου. Δεν είναι λογικό να περιορίσουν τις ώρες εργασίας τους στο ένα εκ των δύο; Και δεν είναι αυτονόητο η ζυγαριά να γείρει χρονικά και επιστημονικά σε βάρος της μισθωτής εργασίας στο νοσηλευτικό ίδρυμα και υπέρ των… ραντεβού στο ιδιωτικό ιατρείο ή ακόμη περισσότερο σε μια ιδιωτική κλινική;

Ολοι, ή σχεδόν όλοι, αναγνωρίζουν την ανάγκη το Εθνικό Σύστημα Υγείας να έχει δύο πυλώνες: τον δημόσιο και τον ιδιωτικό, ώστε ο ένας να συμπληρώνει και να ενισχύει τον άλλον προς όφελος του πολίτη. Ο καθένας όμως πρέπει να έχει τις δικές του υποδομές και το δικό του ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, είτε πρόκειται για Πρωτοβάθμια, είτε για Τριτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Δεν γίνεται να βασίζονται και οι δύο στους ίδιους ανθρώπους.

Ηδη οι πολίτες αντιμετωπίζουν με έντονο προβληματισμό τα απογευματινά χειρουργεία, για τα οποία θα χρειαστεί να πληρώνουν, έστω και μικρότερα ποσά, απ’ ό,τι στα αντίστοιχα ιδιωτικά νοσοκομεία. Ηδη βλέπουν την κυβέρνηση να αθετεί την υπόσχεση για δωρεάν εξετάσεις σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, αφού ο νέος νόμος θα επιβάλει να πληρώνουν από 1 έως 5 ευρώ. Αν καταργηθεί και η αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ, τότε θα μιλάμε για μια σοβαρή οπισθοδρόμηση του συστήματος και για μια νέα εκτίναξη της ιδιωτικής δαπάνης στον τομέα της υγείας.

Η κυβέρνηση οφείλει να βρει άλλες λύσεις για να αντιμετωπίσει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Αλλωστε πριν από δύο χρόνια είχε επιχειρήσει ξανά την εφαρμογή του ίδιου μέτρου. Ο νόμος ψηφίστηκε, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Οι ιδιώτες γιατροί αντέδρασαν με κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους, αφού θα μοιράζονταν τους ασθενείς τους με εκείνους τους συναδέλφους τους που θα είχαν και… δεύτερη δουλειά στο ΕΣΥ. Τώρα γιατί να συναινέσουν;