«Στην επαρχία, το παράθυρο αντικαθιστά το θέατρο και τους περιπάτους», είχε γράψει ο μέγας Γάλλος συγγραφέας Γκυστάβ Φλωμπέρ. Εμείς, όμως, ζούμε στην Αθήνα, σε μια πόλη που είναι όμορφη ανά περιπτώσεις, αδιάβατη και μη ελκτική σε κάποιες άλλες, παρά τις όποιες προσπάθειες και με παράθυρα που βλέπουν σε ντουβάρια από πολυκατοικίες.

Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του Μεγάλου Περιπάτου στην Πανεπιστημίου και ο δήμαρχος της Αθήνας, Κώστας Μπακογιάννης, παραδέχθηκε ότι αυτό το έργο «βγήκε και δεν βγήκε». Στην ίδια συνέντευξη είχε ανακοινώσει ότι, εντός του 2021, θα ξεκινήσουν νέα έργα για μία μόνιμη, μεγάλης κλίμακας, ανάπλαση της κεντρικής οδικής αρτηρίας της πρωτεύουσας, σε όλο το μήκος της, μέχρι την Ομόνοια.

Η αλήθεια είναι πως αυτή η πιλοτική εφαρμογή περισσότερο «δεν βγήκε», παρά βγήκε. Αρχικά, αυτή η «προσομοίωση» κόστισε σχεδόν 2 εκατομμύρια ευρώ, μέσω δύο συμβάσεων: η μια αφορούσε ΑΥΤΑ τα χρώματα και τη σήμανση των δρόμων που δέχτηκαν τη δοκιμαστική ανάπλαση, ενώ η άλλη αφορούσε τις ζαρντινιέρες, τους φοίνικες -λέγε με «Μαλιμπού»- τα παγκάκια και τον λοιπό εξοπλισμό.

Ο δήμαρχος τώρα σημειώνει πως η κυκλοφορία σε αυτή τη νέα χάραξη έχει αποκατασταθεί και πως οι περιβαλλοντικοί δείκτες έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ, αφού υπάρχει μια σημαντική μείωση στο CO2 της περιοχής. Μήπως όλο αυτό συνέβη λόγω καραντίνας και έλλειψης οχημάτων, αφού η κυκλοφορία ήταν αισθητά μειωμένη στους δρόμους της πρωτεύουσας; Πιθανώς να παίζει και αυτό τον ρόλο του.

Το βέβαιο είναι πως, αυτή τη στιγμή, το μεγάλο έργο στο κέντρο της πόλης έχει αρχίσει και ξεθωριάζει και δεν αναφέρομαι μόνο στα έντονα χρώματα που έχουν υποστεί αλλοίωση από τις καιρικές συνθήκες και τον ήλιο. Αλήθεια, πόσοι χρησιμοποίησαν τον ποδηλατόδρομο; Πόσοι έκαναν βόλτα με τα πόδια και απόλαυσαν τη διαδρομή σε εκείνο το σημείο; Σίγουρα όχι οι οδηγοί οι οποίοι βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στην κίνηση και, βέβαια, οι καταστηματάρχες που δεν είδαν να πλημμυρίζουν οι επιχειρήσεις τους από κόσμο, επειδή τα πεζοδρόμια διαθέτουν παγκάκια στα οποία δεν μπορείς να αναπαύσεις το σώμα σου. Άσε που όταν έχει ζέστη, ούτε καν σκέφτεσαι να καθίσεις εκεί.

Ας μην το υπεραναλύουμε, ο «Μεγάλος Περίπατος», αυτό το έργο -που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο τα τελευταία χρόνια- σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κόσμημα για την πρωτεύουσα, εννοείται πως δεν στοιχειοθετείται η έννοια της ανάπλασης όταν βάφεις ένα οδόστρωμα και βάζεις μια ζαρντινιέρα. Και ήρθε η ώρα να περάσουμε, επιτέλους, στο επόμενο level.

Το κέντρο της Αθήνας συνεχίζει να εμπεριέχει τα συστατικά μιας τσιμεντούπολης, η δημιουργία του Μεγάλου Περιπάτου, σε αυτή τη φάση του, απέτυχε παταγωδώς και δεν χρειάζεται να είσαι βιολόγος στο Ινστιτούτο Παστέρ για να αντιληφθείς πως το πείραμα απέτυχε. Ας περάσουμε, λοιπόν, στην επόμενη φάση, με στόχο να αποκτήσει η πόλη πραγματικά ορθά δομημένο δημόσιο χώρο. Να γίνει διαπλάτυνση πεζοδρομίων, να γεμίσουν πράσινο, να φύγουν τα έντονα χρώματα με τα οποία νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε trance πάρτι. Η Ερμού, το Σύνταγμα, η Βασιλίσσης Όλγας, η Πανεπιστημίου να γεμίσουν πολίτες που θέλουν να περπατούν στα πεζοδρόμια, να ανασαίνουν τα δυνατά vibes της πόλης, να συνεχίσουν να συνθέτουν το παζλ της Αθήνας, καμαρώνοντας τα δημόσια έργα που ήρθαν για να κάνουν καλύτερη τη ζωή τους και όχι να τους περνούν θηλιά στον λαιμό.

Ο Άγγλος συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ είχε γράψει «ο πατέρας μου θεωρούσε έναν περίπατο στα βουνά ισοδύναμο του να πηγαίνεις στην εκκλησία». Ας προχωρήσουν, λοιπόν, τα έργα που έχουν σχεδιαστεί, επειδή -υπό μία έννοια- κι εμείς το ίδιο κάνουμε με τον Μεγάλο Περίπατο αφού, όταν τον αντικρίζουμε, ερχόμαστε πιο κοντά στο έργο της εκκλησίας: κάποιοι επικαλούνται τα θεία -«Θεέ μου, τι έχει γίνει εδώ»- ενώ κάποιοι άλλοι, πίσω από τιμόνια και πάνω σε καθίσματα αυτοκινήτων, τα βρίζουν.

Η καραντίνα τελείωσε, τα νέα έργα μπορούν να ξεκινήσουν, αφού το πάρουμε απόφαση πως ο Μεγάλος Περίπατος δεν μας βγήκε και ήρθε η ώρα να πάει περίπατο. Μακρινό – και να μην ξαναγυρίσει…