Κι όμως, υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει ότι στην Ελλάδα αν το βράδυ της 9ης Ιουνίου έρθει ένα σχετικά δυσμενές αποτέλεσμα για την κυβέρνηση, δηλαδή πέσει κάτω από 30% -έστω και αν το δεύτερο κόμμα δεν πάει ούτε στα μισά- θα αρχίσουμε να… συζητάμε σενάρια και ανατροπές;

Καλώς ή κακώς, κατά τη γνώμη μου κακώς, αλλά δεν έχει καμία σημασία, αυτό ισχύει και είτε το θέλουμε είτε όχι η χώρα θα μπει σε μια περιδίνηση και θα χάσει το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει σήμερα, δηλαδή την απόλυτη πολιτική σταθερότητα. Οσο και αν η έλλειψη αντιπολίτευσης δημιουργεί όχι μόνο ζητήματα πολιτικής ισορροπίας αλλά και φαινόμενα αλαζονείας στην κυβέρνηση, αναμφισβήτητα εξασφαλίζει μια σταθερότητα και μια ασφάλεια στους Ελληνες, αλλά κυρίως στους ξένους επενδυτές, ότι μπορεί να σχεδιάσουν άφοβα για μερικά χρόνια και να ρισκάρουν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη για τη χώρα.

Αν λοιπόν αίφνης μέσα σε περίπου έναν μήνα από σήμερα χαθεί αυτό το κλίμα για την Ελλάδα και αρχίσουν η γκρίνια, η αμφισβήτηση, το «γρατζούνισμα» και εντέλει η διολίσθηση για την κυβέρνηση, με απλά λόγια τότε θα είμαστε στην αρχή του τέλους. Τα προβλήματα θα μεγεθυνθούν, η κυβέρνηση λογικά θα οπισθοχωρήσει φοβούμενη το πολιτικό κόστος και θα συμβεί το εξής παράδοξο: να έχουμε μια κυβέρνηση μόλις ενός έτους που θα σέρνεται αντί να παίρνει αποφάσεις χωρίς «φυσική διαδοχή» το επόμενο κόμμα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη ή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη θα έχουν τα μισά ποσοστά από τη Ν.Δ. του Μητσοτάκη.

Θα πει κάποιος ότι εδώ περιγράφεται μια χαώδης κατάσταση ή μια κινδυνολογία που δεν αποδίδει την πραγματικότητα και θα ήταν καλό να πάρει ένα μήνυμα η κυβέρνηση χάνοντας το «αλαζονικό 41%» των εθνικών εκλογών προκειμένου να κάνει πιο καλά τη δουλειά της. Ναι, θα μπορούσε να ισχύει, αλλά ίσως υπό άλλες συνθήκες και σε άλλη χώρα. Και αυτό το γνωρίζει καλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, γι’ αυτό και έθεσε το δίλημμα της σταθερότητας, λέγοντας στην εκκίνηση της προεκλογικής του εκστρατείας ότι το μέλλον της διακυβέρνησης την επόμενη τριετία περνάει από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Αν δεν ήταν έτσι, δηλαδή αν όντως δεν υπήρχε το διακύβευμα της σταθερής διακυβέρνησης όλης της τετραετίας στις ευρωεκλογές, θα ήταν πολύ πιο απλό για όλους, πρωτίστως για τον Μητσοτάκη αλλά και για τα άλλα δύο κόμματα.

Πόσο πιο εύκολα, ας πούμε, θα ήταν τα πράγματα για τον Ανδρουλάκη να ισχυριστεί ότι «άλλο εκλογές κι άλλο ευρωεκλογές» αν παρά την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ έρθει πάλι τρίτος; Ακόμα και για τον Κασσελάκη θα ήταν πιο εύκολο να υποστηρίξει το εκλογικό του αποτέλεσμα σε σχέση με το 23% του ΣΥΡΙΖΑ των ευρωεκλογών του 2019 ή το 17% των εθνικών εκλογών του 2023. Ομως, τουλάχιστον, και ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν πως το εκλογικό βράδυ του Ιουνίου πιο κάτω από 3 μπροστά για τον πρώτο και η τρίτη θέση για τον δεύτερο θα τους δημιουργήσει ζήτημα, ενώ για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί κανείς με σχετική βεβαιότητα να προβλέψει τι και πώς, είναι μια «ειδική περίπτωση» πολιτικού και πολιτικής.

Με απλά λόγια, λοιπόν, οι κάλπες του Ιουνίου, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν διακύβευμα κι αυτό είναι η πολιτική σταθερότητα της χώρας για την επόμενη τριετία.