Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι Eυρωπαίοι ηγέτες την Πέμπτη για το Σύμφωνο Σταθερότητας, τις αμυντικές δαπάνες και τη διαχείριση χρέους διευκολύνουν όλες τις κυβερνήσεις στην εφαρμογή της οικονομικής τους πολιτικής. Το Σύμφωνο Σταθερότητας χαλαρώνει, οι αναγκαίες για τις πράσινες επενδύσεις και την άμυνα δαπάνες τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης και όπως φαίνεται, βρέθηκε ένα πεδίο συνεννόησης και ισορροπίας μεταξύ των «σκληρών» κεντροευρωπαϊκών χωρών και του πιο «χαλαρού» ευρωπαϊκού Nότου.

Οι αποφάσεις αυτές διευκολύνουν τις πολιτικές, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που είναι ότι δεν έχει προχωρήσει η οικονομική και πολιτική ενοποίηση.

Τι σημαίνει αυτό; Οτι κάθε χώρα σχεδιάζει και εφαρμόζει δικές της πολιτικές για κάθε ζήτημα που προκύπτει και πολλές φορές αυτές οι πολιτικές είναι αντίθετες μεταξύ τους. Σημαίνει επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει ενιαία στάση απέναντι στα διεθνή ζητήματα, ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει κοινούς κανόνες στην άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, ότι δεν έχει ενιαία αντιμετώπιση της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών – και έτσι χάνει αφενός σε ανταγωνιστικότητα, αφετέρου σε δυνατότητες δημιουργίας οικονομιών κλίμακας.

Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει επισημάνει δύο αναγκαιότητες στον χώρο του, που είναι, πρώτον, η τραπεζική ενοποίηση και, δεύτερον, η ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Σήμερα δεν υπάρχει ευρωπαϊκή ασφάλιση των καταθέσεων, δεν υπάρχει ενιαίος τρόπος αντιμετώπισης των τραπεζικών κρίσεων και κάθε χώρα έχει τους δικούς της κανόνες στην έκδοση ομολόγων και στην άντληση κεφαλαίων από τα χρηματιστήρια. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, εξαιτίας αυτών των ελλείψεων οι ευρωπαϊκές χώρες ξεχωριστά και η Ε.Ε. εν συνόλω χάνουν σε ανταγωνιστικότητα έναντι π.χ. των ΗΠΑ, αλλά χάνουν και χρήμα που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τις αγορές κεφαλαίου. Η έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων, δηλαδή η εγγύηση των ομολόγων κάθε χώρας από την Ε.Ε., όπως είχε γίνει στην πανδημία, είναι αναγκαία, υποστηρίζει ο διοικητής, όπως και η ίδρυση μιας κεντρικής ευρωπαϊκής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που θα φτιάξει ενιαίους κανόνες για τις κεφαλαιαγορές.

Πέραν αυτών, είναι εύκολα αντιληπτό -τουλάχιστον για τις χώρες που βρίσκονται στα ευρωπαϊκά σύνορα- γιατί πρέπει να δημιουργηθεί ευρωπαϊκός στρατός και γιατί το κόστος των στρατιωτικών δαπανών πρέπει να μοιράζεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο σε αυτές των συνόρων.

Είναι επίσης εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι δαπάνες που χρειάζονται για επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να αντλούνται μόνο από τους εθνικούς προϋπολογισμούς κάθε χώρας, αφού ο στόχος αυτός είναι ευρωπαϊκός και όχι εθνικός. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι τεράστιες και δεν μπορεί να τις πληρώνει κάθε τοπική επιχείρηση ή κάθε εθνική κυβέρνηση, χρειάζεται να ενταχθούν σε έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Ούτε μπορεί ο ένας Ευρωπαίος να πληρώνει πανάκριβα το ρεύμα ή τα καύσιμα όταν ο άλλος τα παίρνει σχεδόν τζάμπα. Το φαινόμενο του να παίρνει π.χ. η Γερμανία τζάμπα φυσικό αέριο από τη Ρωσία και να το πουλάει πανάκριβα στους υπόλοιπους Ευρωπαίους είναι αδιανόητο σε μια πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη.

Ολα αυτά και πολλά άλλα, σε κάθε τομέα, συνιστούν συνολικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σήμερα έχουμε μόνο νομισματική ενοποίηση, αλλά η ανάγκη οικονομικής και πολιτικής είναι μεγάλη προκειμένου να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. τις γεωπολιτικές, ενεργειακές, τεχνολογικές και οικονομικές προκλήσεις και να μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, την Κίνα, τις άλλες ασιατικές χώρες και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Για να προχωρήσει όμως η ενοποίηση της Ευρώπης το πρώτο πιο αναγκαίο και σημαντικότερο βήμα είναι να περάσουμε από τις ομόφωνες αποφάσεις στις αποφάσεις πλειοψηφίας, έστω και ενισχυμένης, της τάξης του 70%-80%. Πρέπει δηλαδή να καταργηθεί το βέτο. Διότι οι κυβερνήσεις διαφόρων χωρών μπορούν να χρησιμοποιούν το βέτο ως μέσο εκβιασμού της Ε.Ε. για να πετύχουν άλλους στόχους. Ή μπορεί, σε περιπτώσεις εκλογής ενός Ορμπαν για παράδειγμα, να κολλήσουν οι αποφάσεις ολόκληρης της Ε.Ε.

Η κατάργηση του βέτο και οι πλειοψηφικές, αντί των ομόφωνων, αποφάσεις είναι το «κλειδί» για την επιτάχυνση της αναγκαίας σήμερα ευρωπαϊκής ενοποίησης.