Ήταν ξημερώματα Δευτέρας 29 Ιουνίου 2015 και το κράτος είχε ορίσει τραπεζική αργία μέχρι τις 6 Ιουλίου. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως οι τράπεζες θα παρέμεναν κλειστές μέχρι και την επόμενη Δευτέρα, όπως άλλωστε και το Χρηματιστήριο, κάτι που έγινε γνωστό λίγες ώρες μετά την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.

Κατά την τραπεζική αργία τα ιδρύματα θα παρέμεναν κλειστά για το κοινό και θα είχε πρόσβαση σε αυτά μόνον το προσωπικό που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή εκείνης της πράξης, αλλά και για την προετοιμασία για την επανέναρξη των συναλλαγών με το κοινό, μετά τη λήξη της τραπεζικής αργίας.

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα -αλλά και του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη και πολλών άλλων- αποφάσισε την καθιέρωση κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) για να αποφευχθεί ένα ανεξέλεγκτο bank run και η πλήρης κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. Είχε προηγηθεί το τέλος της περιόδου παράτασης διάσωσης της χώρας και η αποτυχία της τότε κυβέρνησης να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της. Η «υπερήφανη διαπραγμάτευση» συνετρίβη με όλες τις γνωστές συνέπειες, με έρπη στο χείλος. Toυ γκρεμού.

Και κάπως έτσι όλοι συμμετείχαμε στο ίδιο «πάρτι», ασχέτως εάν στο δημοψήφισμα είπαμε «Ναι» ή «Όχι» – έτσι κι αλλιώς, η όποια απάντηση, τελικά, δεν είχε καμιά σημασία. Το «πάρτι» των capital controls είχε απίστευτες ουρές σε όλα τα ATM ανά την επικράτεια, ενώ οι κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών κατέγραφαν καθημερινά την απόγνωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι περίμεναν επί ώρες για να «σηκώσουν» τα 60 ευρώ που μπορούσαν.

Εκείνη η εποχή, η οποία ξεκίνησε ταυτόχρονα, είχε δυσκολίες στις όποιες συναλλαγές, στην καταβολή των μισθών, στις αγορές, στα εμβάσματα που δεν μπορούσαν να εκτελεστούν, στις επιχειρήσεις που κινδύνευαν με κατάρρευση γιατί δεν είχαν πρώτη ύλη από το εξωτερικό. Ο εφιάλτης των ημερών είχε ένα πρόσωπο και μπορούσες να το δεις σε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, με bold γραμματοσειρά: «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ».

Εκείνη η εποχή είχε αγωνία για το παρακάτω, για τα μελλούμενα, είχε αβεβαιότητα για όσα θα μας έρχονταν, ενώ κανείς δεν περίμενε ότι θα ζούσαμε, τελικά, με capital controls επί 50 μήνες – μέχρι εκείνον τον Αύγουστο του 2019.

Θα μου πείτε, «πού τα θυμήθηκες όλα αυτά; Πάνε, πέρασαν». Σε λίγες ημέρες έρχεται στη χώρα μας ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για να συμμετάσχει στην «25η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την κυβέρνηση της Ελλάδας». Το διοργανώνει ο Economist και θα είναι παρόντας και ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης – δύο από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν στην εποχή πριν, αλλά και μετά από τα capital controls. Όταν διάβασα για τον ερχομό του Σόιμπλε, ασυναίσθητα ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι μου, όπως τότε, στην πιο στρεσογόνα οικονομική περίοδο της Ελλάδας – μετά τη Μεταπολίτευση.

Ταυτόχρονα, όταν πληροφορήθηκα για την έλευση του… Βόλφγκανγκ, έκανα μια σκέψη η οποία μπορεί να εμπεριέχει υπεραπλούστευση, αλλά θα μπορούσε να (μας) συμβεί: Τι θα γινόταν σήμερα στην Ελλάδα με τον κορωνοϊό και τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η ζωή, όμως, δεν γράφεται με υποθέσεις και δυσοίωνα σενάρια, αλλά με την πραγματικότητα – η οποία, πολλές φορές, πρέπει να βουτήξει στο μελανοδοχείο με τις ζωές μας και να γράψει το «προσεχώς», τα επόμενα επεισόδια. Δεν ωφελεί, λοιπόν, να σκεφτόμαστε τι άλλο θα μπορούσε να μας συμβεί «εάν», έπειτα από όλη την κατάσταση που είχε προηγηθεί και ακολούθησε των capital controls.

Πρέπει, όμως, να τα θυμόμαστε κάποιες φορές, για να μην τα ζήσουμε ποτέ ξανά, επειδή όλη εκείνη η εποχή με τα capital controls είναι περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα. Κι ας μας φαίνεται ότι έχουν διαβεί δεκαετίες από τότε, ενώ είναι μόνο έξι χρόνια.

Σε αυτό το σημείο ο Φρόιντ, για την προσπάθεια του εγκεφάλου μας να πάρει απόσταση από όσα τον πλήγωσαν, θα μπορούσε να πει πάρα πολλά. Φυσικά, ο Αυστριακός φυσιολόγος, νευρολόγος και ψυχίατρος δεν θα μπορούσε να εξηγήσει συμπεριφορές ανθρώπων που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να λένε, υπό τη μακάβρια σκιά του κορωνοϊού, «με τη δραχμή καλύτερα», «καλύτερα να βγαίναμε από την Ευρώπη»…