Μια βδομάδα μετά την επίθεση του δικτάτορα της Λευκορωσίας στο δημοκρατικό κεκτημένο της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε άλλη μια επίθεση, μεταχρονολογημένη αυτή τη φορά.

Προέρχεται από την αποκάλυψη της δημόσιας τηλεόρασης της Δανίας, την οποία αναπαρήγαγαν μεγάλες γαλλικές (βλ. δημοσίευμα της Le Monde, 28 Μαΐου 2021) και γερμανικές εφημερίδες, καθώς και τα δημόσια τηλεοπτικά δίκτυα της Σουηδίας και της Νορβηγίας, και δεν διαψεύστηκε από κανένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και από καμία από τις εμπλεκόμενες χώρες: αρκετά μεγάλος αριθμός βουλευτών και υψηλόβαθμων αξιωματούχων (έως και Πρωθυπουργών και υποψήφιων Πρωθυπουργών) αυτών των χωρών, έπεσαν θύματα, τουλάχιστον κατά την περίοδο 2012-2014, παρακολούθησης και υποκλοπής στοιχείων από τις αμερικανικές αρχές ασφάλειας (συγκεκριμένα τη National Security Agency-NSA) που έδρασαν σε συνεργασία με τις αντίστοιχες Αρχές της Δανίας, ή πάντως χρησιμοποιώντας στοιχεία και εγκαταστάσεις της.

Παρότι πρόκειται για περσινά (και βάλε) ξινά (κατά κυριολεξία) σταφύλια, η είδηση ενδιαφέρει, νομίζω, και σήμερα, από δύο τουλάχιστον ευρύτερες απόψεις: τη σχέση της Ένωσης με τον «άλλο μεγάλο» της Δύσης, τις ΗΠΑ, ιδίως σε ζητήματα ασφάλειας και τη μεταβολή που έχουν υποστεί, εδώ και μια εικοσαετία και ανεξαρτήτως του κόμματος που κυβερνά, στην αίσθηση δημοκρατικότητας που αποπνέουν, αλλά και στη λειτουργία τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι σκανδιναβικές χώρες.

Η ασφάλεια, η δική τους, αλλά, όσο ακόμα αισθάνονταν πανίσχυρες, και του κόσμου ολόκληρου, υπό τη δική τους φυσικά οπτική, αποτελούσε παγίως θεμελιώδη στόχο των ΗΠΑ –«αποστολή» θα έλεγαν οι ιέρακες της Ουάσινγκτον- και επικρατούσε παγίως της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, της χώρας τους αλλά και άλλων χωρών, με πρώτο το δικαίωμα ιδιωτικότητας. Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που εμφανίζονται παρόμοια περιστατικά και δεν είναι καν η πρώτη φορά στη συγκεκριμένη περίοδο, κατά την οποία, ας μην το υποτιμούμε, Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν ήταν ούτε ο Μπους, ούτε ο Τραμπ, αλλά ο Ομπάμα. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν πάντα εμμονή με τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές –από το Γουότεργκέιτ ως τον Σνόουντεν τα παραδείγματα είναι άπειρα- και είχαν πάντα την τάση να μην ενημερώνουν ή να ενημερώνουν εκ των υστέρων τις αρχές ευρωπαϊκών χωρών και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δε εκάστοτε Αμερικανός Πρόεδρος φρόντιζε να έχουν τα χέρια λυμένα.

Το ζήτημα δεν είναι τι κάνουν οι ΗΠΑ, αλλά τι μπορεί να κάνει η Ένωση και η απάντηση είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά λιτή: ελάχιστα πράγματα. Η 11η Σεπτεμβρίου και τα κύματα τρομοκρατίας που την ακολούθησαν, η τεχνολογική έκρηξη και η μέσω αυτής επίλυση των γεωπολιτικών «διαφορών», καθώς και, πιο κοντά στην εποχή μας, η μεγάλη όσο και υπόγεια αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα, έχουν θέσει την «ασφάλεια» στο επίκεντρο, και στα μάτια των πολιτών, η δε Ένωση δεν διαθέτει ούτε τα εργαλεία ούτε τη βούληση να αντισταθεί στις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Η Ένωση πρωτοπόρησε θεσπίζοντας τον Κανονισμό για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR) αλλά κι αυτός είναι νεροπίστολο στο ευρύτερο παιχνίδι της κρατικής παρακολούθησης.

Ακόμα πιο οδυνηρό είναι, κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο επίπεδο που έστω έμμεσα, λόγω της παθητικότητας ή της συνέργειας της Δανίας, αποκαλύπτεται με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι σκανδιναβικές χώρες υπήρξαν, ως τις αρχές του νέου αιώνα, υποδείγματα κοινωνικής διαβίωσης και προστασίας των δικαιωμάτων, το δε σκανδιναβικό «σοσιαλδημοκρατικό» μοντέλο εμπλούτισε σε πολλά το ευρωπαϊκό μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς».

Η «αποκοινωνικοποίηση» του σκανδιναβικού μοντέλου, που άρχισε από τη Σουηδία και, για να είμαστε δίκαιοι, από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της σημαντικής, κατά τα άλλα, μορφής που είναι ο Γκόραν Πέρσον, επεκτάθηκε και στις άλλες σκανδιναβικές χώρες και πήρε αρκετά σκληρά, αλλά και αρκετά ανθεκτικά, χαρακτηριστικά κατά τις περιόδους που κυβέρνησαν δεξιές παρατάξεις ή Πρωθυπουργοί.

Δυο από τις κρίσιμες συνέπειες αυτής της εξέλιξης, που είχε οικονομική αφετηρία, αλλά κυρίως κοινωνικοπολιτικές απηχήσεις, ήταν το ρίζωμα, σε αυτά τα πρώην λίκνα της ελευθερίας, ακραίων ρατσιστικών και εθνικιστικών κομμάτων (το φρικώδες πολλαπλό έγκλημα του Νορβηγού Μπρέιβικ δεν έχει ανάλογο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα) και το περαιτέρω χαλάρωμα της εξαρχής χλιαρής σχέσης των Σκανδιναβών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σήμερα, Σουηδία και Δανία έχουν κυβερνήσεις συνασπισμού υπό την ηγεσία σοσιαλδημοκρατών, ενώ «προοδευτική» ή με προοδευτικά χαρακτηριστικά –και όχι μόνο επειδή, όπως και στη Δανία, επικεφαλής είναι γυναίκα- θα μπορούσε να θεωρηθεί και η κυβέρνηση της Φινλανδίας. Ωστόσο όλες αυτές οι χώρες βρίσκονται στο –συρρικνωμένο και ηγεμονευόμενο πλέον από την Ολλανδία, λόγω μετακίνησης της Γερμανίας- άτυπο στρατόπεδο των «σφιχτοχέρηδων» (frugals), είναι αντίθετες με κάθε σχέδιο όχι μόνο «αμοιβαιοποίησης» αλλά και κοινών, πλην των αμιγώς οικονομικών, σχεδίων, καθώς και με οποιαδήποτε σκέψη ουσιαστικής αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού και έχουν σκληρή γραμμή σε ζητήματα ασφάλειας και μετανάστευσης.

Δυσκολεύουν, με δυο λόγια, την πορεία προς μια πολιτικότερη Ένωση, που αναζωπυρώθηκε προσφάτως, έστω και δια του πυρός και του σιδήρου των συνεχών κρίσεων. Αντίθετα, βαθαίνει η σχέση μεταξύ τους (παρά τις πολιτισμικές και γλωσσικές ομοιότητες, η Ιστορία και ο εγωισμός τις είχαν σε πρώτο χρόνο χωρίσει), καθώς και με τις ΗΠΑ.

Από την άλλη βέβαια, οι σκανδιναβικές χώρες εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να είναι ανάμεσα στις δημοκρατικότερες και με καλύτερη ποιότητα ζωής στον πλανήτη –όλες οι έρευνες, αλλά πάνω απ’ όλα η ίδια η αίσθηση των πολιτών τους, το αναδεικνύουν. Φαίνεται όμως να έχουν (οριστικά;) αποφασίσει ότι ο δρόμος τους δεν περνά μέσα από την πολιτική, ούτε μέσα από την «κοινωνική» (όπως την καταλαβαίνουν οι άλλες χώρες) Ευρώπη. Ρεαλισμός, κυνισμός ή εφήμερη στρατηγική;

Αποτυχία της Ευρώπης ως πολιτικού σχεδίου ή προδοσία της δικής τους ψυχής; Ό,τι και να συμβαίνει, οι σκανδιναβικές κοινωνίες δείχνουν να έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, οι ηγεσίες απλώς ακολουθούν και όλοι βγαίνουμε χαμένοι.